Η περίπτωση αυτής της μεσογειακής χώρας είναι περίπλοκη από κάθε πλευρά. Σύμφωνα με τον Dirk Vandewalle, το καθεστώς Καντάφι είχε ουσιαστικά αποπολιτικοποιήσει το κράτος μέσω μιας ιδιόρρυθμης ιδεολογίας, της συνεχούς αλλαγής του προσωπικού της κεντρικής διοίκησης, της διάλυσης των υπουργείων, της απειλής για όλο και μεγαλύτερη αποκέντρωση και ουσιαστική απίσχνανση της κεντρικής γραφειοκρατίας και μέσω της αντικατάστασης της γραφειοκρατίας και της στρατιωτικής ιεραρχίας με νέες (ακόμη και με μισθοφόρους στην περίπτωση του στρατού) όταν εμφάνιζαν στοιχεία πολιτικής συγκρότησης.[3] Το αποτέλεσμα σήμερα είναι ότι δεν υπάρχουν δομές, θεσμοί ή κέντρα εξουσίας, ούτε λόγος για πολιτικές δυνάμεις, που να μπορούν, μετά την διάλυση του προσωποπαγούς καθεστώτος Καντάφι, να επανασυγκροτήσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα την κρατική δομή.
Από την άλλη πλευρά, το φυλετικό σύστημα και οι αρχηγοί των φυλών της χώρας δεν αποτέλεσαν ποτέ κέντρα πολιτικής εξουσίας ή πηγή πολιτικής νομιμοποίησης όπως στην περίπτωση της Σαουδικής Αραβίας ή του Ιράκ. Αντιθέτως, κατά τη διάρκεια της μοναρχίας πριν το 1969, η κοινωνική επιρροή των φυλάρχων πήγαζε από τη σχέση τους με το θρόνο και όχι το αντίστροφο.[4] Στο σαουδαραβικό βασίλειο, για παράδειγμα, η μοναρχία των Σαούντ βασίζεται σε μια τριγωνική συμμαχία και συναλλαγή μεταξύ βασιλικής οικογένειας, φυλών και ουλεμάδων. Οι φυλές στη Λιβύη έχουν περισσότερο κοινωνικό χαρακτήρα και συμβολισμό παρά πολιτική εξουσία. H Λιβύη έχει τον υψηλότερο ρυθμό αστικοποίησης στην Αφρική και από τους υψηλότερους στον αραβικό κόσμο φτάνοντας το 88% την περίοδο 1950-2000.[5] Η ραγδαία αστικοποίηση αποδυνάμωσε ακόμη περισσότερο την πολιτική ισχύ των φυλών. Σαφώς ο Καντ άφι, για λόγους επιβίωσης του καθεστώτος, στρατολογούσε μέλη της δικής του φυλής για τις καίριες θέσεις αλλά δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι βάσιζε την πολιτική του δύναμη σε μια φυλή ή σε μια συμμαχία φυλών.
Πάντως, ήδη από τα μέσα τ ης δεκαετίας του 1990, βλέπουμε μια ανάπτυξη πολιτικών δυνάμεων, ιδιαίτερα του πολιτικού Ισλάμ, των Αδελφών Μουσουλμάνων και της Γκάμα'α Ισλαμίγια καθώς επίσης και μια μεγαλύτερη πολιτικοποίηση των φυλών που συνδέεται με τη νομή του πετρελαϊκού πλούτου. Στην περίπτωση των Αδελφών Μουσουλμάνων διακρίνουμε μια τάση για ειρηνικό ακτιβισμό εντός της κοινωνίας και αποφυγή μετωπικής και βίαιης σύγκρουσης με το κανταφικό καθεστώς. Οι οργανώσεις του πολιτικού Ισλάμ επέλεξαν μια “εκ των έσω” διαμόρφωση των κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών μέσω των τεμενών, του κηρύγματος και των οργανώσεων κοινωνικής πρόνοιας και ενίσχυσης των ασθενέστερων.[6]
Παράλληλα, η ανάπτυξη του πετρελαϊκού τομέα αποδυνάμωσε όλους τους άλλους τομείς της οικονομίας και αυτή η εξέλιξη, σε συνδυασμό με την έντονη αστικοποίηση, οδήγησαν ένα μεγάλο μέρος των νέων, οι οποίοι αποτελούν την πλειοψηφία, σε ανεργία και κοινωνική περιθωριοποίηση. Εσωτερικοί τριγμοί στο καθεστώς που φαίνεται να προκλήθηκαν ιδιαίτερα από την προσπάθεια κληροδότησης του ιδιόρρυθμου προσωποπαγούς καθεστώτος από τον Μουαμάρ Καντάφι στους γιους του, η κοινωνική περιθωριοποίηση της νεολαίας και η έντονη δυσαρέσκεια μεγάλων φυλών, όπως η Ουαρφάλα (αριθμεί περίπου ένα εκατομμύριο μέλη) για τη νομή των πετρελαϊκών προσόδων οδήγησαν στην μάλλον ετερόκλητη συμμαχία των εξεγερμένων. Μέρος των ισλαμιστών προσήλθε σε αυτήν στη συνέχεια και όχι στις πρώτες ημέρες της εξέγερσης.
Αυτό είναι το έδαφος στο οποίο θα ασκηθεί το νέο γαλλο-βρετανικό στρατηγικό δόγμα για τη Μεσόγειο. Καταρχάς θα πρέπει να δούμε αν υπάρχει κάτι τέτοιο και ποιοί οι παράγοντες διαμόρφωσής τους. Η επιχείρηση έχει τις ευλογίες του ΟΗΕ σε μια ακόμη à la carte απόφασή του που ξεχνά το Μπαχρέιν, την Υεμένη ή ακόμη και τη Συρία και παλαιότερα την Τζενίν στα Παλαιστινιακά Εδάφη. Ο κίνδυνος βέβαια για μια σφαγή των εξεγερμένων της Βεγγάζης από το τυραννικό και αδίστακτο κανταφικό καθεστώς ήταν πολύ σοβαρός και για αυτό δεν μπορεί κανείς παρά να αποδεχθεί την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας. Επίσης, η επιχείρηση είχε την αρχική συγκατάθεση του Αραβικού Συνδέσμου, μιας και για διαφορετικούς λόγους για το καθένα ο Καντάφι δεν είχε πια φίλους ανάμεσα στα μέλη του οργανισμού αυτού.
Στην ουσία όμως οι ευρωπαϊκές δυνάμεις έχουν να επιλύσουν ένα πρόβλημα ασφαλείας όπως ακριβώς είχαν αντίστοιχο πρόβλημα στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας στη δεκαετία του 1990. Όπως τότε έτσι και τώρα δεν έχουν κοινό επεξεργασμένο και σαφή τελικό στόχο. Θέλουν απλά να διασώσουν το λιβυκό λαό από τις επαπειλούμενες σφαγές; Θέλουν να δημιουργήσουν ένα περιβάλλον ασφάλειας και να αποφύγουν την απειλή από έναν προβληματικό πετρελαιοπαραγωγό στη νότια πλευρά τους; Θέλουν να εκδιώξουν τον Καντάφι και να ξεθεμελιώσουν το καθεστώς του επιδιδόμενοι στο κτίσιμο των νέων κρατικών δομών, το “nation-building” των Αμερικανών στο Ιράκ και το Αφγανιστάν; Θέλουν τον έλεγχο του πετρελαϊκών πλούτου της Λιβύης; Καθένας από τους παραπάνω στόχους έχει ανάγκη από διαφορετικά μέσα, στρατηγικές, πολιτική νομιμοποίηση και διεθνείς συμμαχίες. Για παράδειγμα, αν ο στόχος της ευρωπαϊκής επιχείρησης ήταν να αποφευχθεί μια προσφυγική και ανθρωπιστική κρίση, τότε η χρήση της αεροπορίας δεν θα επαρκούσε για να εκδιώξει τον Καντάφι αλλά θα μπορούσε μόνο να δημιουργήσει μια ισορροπία δυνάμεων μεταξύ του καθεστώτος και των εξεγερμένων και μια αέναη συνέχιση της βίας που ούτε θα σταματούσε τα προσφυγικά κύματα και βέβαια δεν θα καλυτέρευε την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τον λιβυκό λαό.
Η γαλλική επέμβαση στη λιβυκή εξέγερση δεν έγινε βέβαια μόνο από ανθρωπιστικό ενδιαφέρον, ούτε από αντιπαλότητα προς το καθεστώς Καντάφι. Άλλωστε η Γαλλία είχε προμηθεύσει, από το 2004 (οπότε ήρθη το ευρωπαϊκό εμπάργκο όπλων προς τη Λιβύη) μέχρι το 2011, το κανταφικό καθεστώς με όπλα αξίας περίπου πεντακοσίων εκατομμυρίων δολαρίων, περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Η επέμβαση έδινε τη δυνατότητα στη Γαλλία να ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων στον προνομιακό χώρο της Βορείου Αφρικής μετά από την αδυναμία της όχι μόνο να προβλέψει αλλά και να επηρεάσει θετικά την τυνησιακή εξέγερση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ η γαλλική πολιτική όφειλε να αποτελεί τον «οδηγό» για τις εξελίξεις στην Τυνησία, τελικά οι παλινωδίες της έδωσαν στις ΗΠΑ και τον Πρόεδρο Ομπάμα την πρωτοβουλία των κινήσεων στην ανατροπή του Μπεν Άλι. Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, η γερμανική οικονομική παντοδυναμία στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η επιβολή των οικονομικών όρων της κυρίας Μέρκελ στην ευρωζώνη, οδήγησε τον Πρόεδρο Σαρκοζί αλλά και γενικότερα την γαλλική ιθύνουσα τάξ η να σκεφθούν πως αν η Γερμανία μπορεί να κυριαρχεί στον ευρωπαϊκό χώρο οικονομικά, η Γαλλία θα πρέπει να αναζητήσει το τρωθέν κύρος της στην στρατιωτική δύναμη και αποφασιστικότητα. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, αν η Ευρώπη θέλει να θεωρείται στα σοβαρά παγκόσμια δύναμη, θα χρειαστεί την γαλλική στρατιωτική δύναμη.
Το ζήτημα της εκμετάλλευσης του πετρελαίου είναι επίσης σημαντικό. Η Γαλλία εισάγει το 14% του λιβυκού πετρελαίου, δεύτερη μετά την Ιταλία που εισάγει το 29% και πριν την Κίνα με 13%. Το λιβυκό πετρέλαιο καλύπτει το 10% των αναγκών της Γαλλίας. Αντίστοιχα, οι ΗΠΑ εισάγουν το 5% του λιβυκού πετρελαίου, το οποίο καλύπτει κάτω από το 1% των αμερικανικών αναγκών. Βέβαια οι γαλλικές εταιρείες εξόρυξης και εκμετάλλευσης πετρελαίου έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Η γαλλική Total SA βρίσκεται σε μειονεκτικότερη θέση στη Λιβύη από την ιταλική ΕΝΙ και την γερμανική Wintershall και πιθανόν μια αλλαγή καθεστώτος να σημαίνει και αλλαγή συμβολαίων. Στη βρετανική περίπτωση, το πετρελαϊκό ενδιαφέρον είναι μεγαλύτερο. Η ΒΡ δεν έχει σήμερα παραγωγή πετρελαίου στη Λιβύη. Αλλά το 2011, μετά την αποφυλάκιση του Λίβυου καταδικασμένου για την τρομοκρατική επίθεση του Λόκερμπυ Αμπντέλ Μπασέτ αλ-Μεγράχι, η ΒΡ ανακοίνωσε επενδύσεις 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων στη Λιβύη, οι οποίες όμως δεν είχαν αρχίσει να υλοποιούνται μέχρι τις αρχές του 2011. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί το τεράστιο οικονομικό κόστος που είχε για την εταιρεία η περιβαλλοντική καταστροφή στον Κόλπο του Μεξικού, που υπολογίζεται από 38 έως και 60 δισεκατομμύρια δολάρια. Παράλληλα, ανταγωνιστές της ΒΡ υπονομεύουν την φερεγγυότητά της όσον αφορά τις υποθαλάσσιες εξορύξεις. Η Βρετανία ελπίζει ότι η υποστήριξή της στους αντικαθεστωτικούς θα άρει τις πιθανές επιφυλάξεις μιας μελλοντικής τους κυβέρνησης για την είσοδο της ΒΡ στην εκμετάλλευση του πετρελαϊκού πλούτου ανοικτά των λιβυκών ακτών.[7]
Τα τελευταία τριάντα περίπου χρόνια η Ευρώπη προωθούσε τη διεθνή θέση της και τα συμφέροντά της βασιζόμενη σε αυτό που αποκαλούμε ήπια ισχύ. Τη δύναμη δηλαδή που έχουν οι αξίες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των θεσμών περιφερειακής συνεργασίας, του ελεύθερου εμπορίου σε συνδυασμό με τη βιώσιμη οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη. Τα πεδία αυτής της ήπιας ισχύος ήταν ένα δίκτυο διμερών συμφωνιών με τα μεσογειακά κράτη, διάφορα πλαίσια πολυμερών συνεργασιών όπως η Ευρωμεσογειακή Συνεργασία και, τελευταία, η γαλλικής εμπνεύσεως Μεσογειακή Ένωση. Αυτό που αποκλείεται σε όλα αυτά τα σχήματα είναι η άσκηση ή η απειλή άσκησης βίας, δηλαδή η σκληρή ισχύς.
Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις εισέρχονται σαφώς στην οδό της ανάμειξης σε έναν εμφύλιο πόλεμο και ενδεχομένως στο ολισθηρό πεδίο της “οικοδόμησης κράτους” στη μετα-κανταφική Λιβύη. Η κατάρρευση του καθεστώτος Καντάφι είναι πολύ πιθανό από τη μια πλευρά να καταστήσει τις φυλές βασικούς πολιτικούς δρώντες λόγω της ανυπαρξίας άλλων δομών κοινωνικής αναφοράς και από την άλλη να δώσει δυσανάλογα σημαντικό ρόλο στους ισλαμιστές αφού δεν υπάρχουν άλλα οργανωμένα πολιτικά κόμματα. Ας επισημανθεί επίσης ότι ένα αδύναμο μετα-κανταφικό κράτος θα είναι μια φιλόξενη βάση ή και εφαλτήριο των τζιχαντικών τρομοκρατικών οργανώσεων, που ήδη δραστηριοποιούνται στην περιοχή του Σαχέλ. Οι οργανώσεις αυτές προτιμούν να εγκαθίστανται σε αδύναμα κράτη που διαθέτουν κάποια ελάχιστη οργάνωση και υποδομή, όπως το Ιράκ, η Υεμένη και οι αυτόνομες περιοχές του Πακιστάν παρά σε απολύτως αποτυχημένα κράτη όπως η Σομαλία.
Αν ο στρατιωτικός οριενταλισμός των ΗΠΑ απέτυχε στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, για ποιον λόγο θα πετύχει ο γαλλο-βρετανικός αντίστοιχος, αν μάλιστα αναλογιστεί κανείς ότι το άθροισμα των αμυντικών δαπανών των δύο ευρωπαϊκών δυνάμεων είναι μόλις το 17% των αντίστοιχων αμερικανικών;[8] Τι είδους παγκόσμια στρατιωτική δύναμη μπορεί να είναι η Ευρώπη με τέτοια τρομακτική ανισότητα ως προς τις ΗΠΑ; Πάνω από την ευρωπαϊκή στροφή από την ήπια ισχύ στον στρατιωτικό οριενταλισμό πλανάται το φάντασμα του Σουέζ του 1956. Οι Αμερικανοί δεν πρόκειται να αντιταχθούν στην ευρωπαϊκή επέμβαση, όπως έγινε στο Σουέζ πριν 55 χρόνια, αλλά δεν πρόκειται και να εμπλακούν παρά μόνο στην περίπτωση που το ΝΑΤΟ κινδυνεύσει να δεχθεί ένα ισχυρό πλήγμα στο κύρος του. Το Αφγανιστάν, το ασταθές Ιράκ και η ιρανική σκιά πάνω από τον Περσικό Κόλπο είναι αρκετά.
Το πλαίσιο που δίνει η απόφαση 1973 του Συμβουλίου Ασφαλείας αφήνει ανοικτά όλα τα ενδεχόμενα και όλους τους τρόπους επέμβασης και την ίδια στιγμή είναι στη διακριτική ευχέρεια των επεμβαινουσών δυνάμεων να καθορίσουν πότε έχει επιτευχθεί ο στόχος της ασφάλειας των αμάχων, δηλαδή ένας στόχος ελατός και όλκιμος ως προς τον βαθμό επιτυχίας του.[9] Ας ελπίσουμε ότι η Ευρώπη δεν θα “προσαράξει” στην έρημο.
Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο The Book's Journal, τχ. 7, Μάιος 2011
[1] Patrick Porter, “Lost in Libya: The UK does not understand strategy”, Infinity Journal, 2, άνοιξη 2011, http://www.infinityjournal.com/article/15/Lost_in_Libya_The_UK_does_not_understand_strategy .
[2] Βλ. Patrick Porter, Military Orientalism: Eastern War through Western Eyes, Νέα Υόρκη: Columbia University Press, 2009.
[3] Dirk Vandewalle, Libya Since Independence: Oil and State-Building, Λονδίνο: I. B Tauris 1998, σελ. 185.
[4] Ό.π. , σελ. 186.
[5] Omar Elbendak, “Urbanisation in Arab Maghreb Region: An Overview”, Journal of Human Sciences, τχ. 44, Ιανουάριος 2010.
[6] Άρεφ Αλομπέιντ, “Η λιβυκή αντιπολίτευση: ποιοί είναι;”, ΚΕΜΜΙΣ, 15 Μαρτίου 2011, http://www.cemmis.edu.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=221%3A2011-03-16-09-00-22&catid=76%3Agnomes&Itemid=95&lang=el
[7] “Europe’s Libya Intervention: France and the United Kingdom”, STRATFOR, March 25, 2011, http://www.stratfor.com/analysis/20110323-europes-libya-intervention-france-and-united-kingdom
[8] Χαράλαμπος Παπασωτηρίου, Η διεθνής πολιτική στον 21ο αιώνα, Αθήνα: Ποιότητα, 2008, σ. 94.
[9] Anne Orford, “What kind of Law is this?” London Review of Books blog, March 29, 2011, http://www.lrb.co.uk/blog/2011/03/29/anne-orford/what-kind-of-law-is-this/