Ο πρώτος λόγος ήταν η ουσιαστική αποτυχία της κυβέρνησης της Βαγδάτης να διοικήσει ως κυβέρνηση όλων των Ιρακινών ανεξάρτητα από την εθνοθρησκευτική τους βάση και να επιβάλει κρατική κυριαρχία και κυρίως το μονοπώλιο της νομιμοποιημένης βίας σε όλη την ιρακινή επικράτεια. Στην ουσία η κυβέρνηση αλ-Μάλικι πολιτεύθηκε ως εκπρόσωπος της σιιτικής πλειονότητας του πληθυσμού (περίπου 60%) και περιθωριοποίησε την σουνιτική αραβική μειονότητα (20%). Οι ηγεσίες αυτής της μειονότητας (παραδοσιακές και νεωτερικές) αποτελούσαν από την οθωμανική περίοδο ως και το μπααθικό καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν τις κυβερνώσες ελίτ του κράτους. Η κυβέρνηση αλ-Μάλικι όχι μόνο δεν ενσωμάτωσε αυτές τις ελίτ στη μετα-αμερικανική διακυβέρνηση αλλά αθέτησε και τις υποσχέσεις της προς τις πολιτοφυλακές των σουνιτικών φυλών, οι οποίες πολέμησαν τους τζιχαντιστές στο πλευρό των ΗΠΑ, να τις εντάξει στον τακτικό στρατό και τη μισθοδοσία του. Η αντίδραση των ένοπλων αυτών φυλών ήταν να αδιαφορήσουν στην αρχή για τη δράση των τζιχαντιστικών οργανώσεων και στη συνέχεια να τις στηρίξουν.
Ο δεύτερος λόγος ήταν η μετατροπή της συριακής εξέγερσης σε εμφύλιο πόλεμο. Η εξέλιξη αυτή, και κυρίως η άγρια καταστολή από πλευράς των παραστρατιωτικών ομάδων του καθεστώτος που ανήκαν στην αλαουϊτική μειονότητα, έδωσαν στην σύγκρουση έντονο εθνοθρησκευτικό χαρακτήρα. Οι διαχωριστικές γραμμές ήταν έτσι εύκολο να οριστούν από τις ομάδες του τζιχαντιστικού Ισλάμ. Επίσης, ο Μπασάρ αλ-Άσαντ επιθυμούσε τη δράση αυτών των ομάδων για να εκφοβίσει τους μετριοπαθείς σουνίτες μουσουλμάνους των αστικών κέντρων και να δυσφημήσει την εξέγερση στο εξωτερικό. Για αυτόν τον σκοπό φέρεται να απελευθέρωσε από τις φυλακές του καθεστώτος μεγάλο αριθμό εμπειροπόλεμων στρατιωτικών και ιδεολογικών στελεχών των οργανώσεων τύπου αλ-Κάιντα. Με την ανάμειξή τους στη Συρία οι τζιχαντιστικές οργανώσεις του Ιράκ, όπως το ΙΚΙΣ, επωφελήθηκαν από τη μετατροπή του συριακού εμφυλίου σε περιφερειακή σύγκρουση μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας των Εμιράτων και του Κουβέιτ, από τη μία πλευρά, και του Ιράν από την άλλη, αποκομίζοντας οικονομικούς πόρους και στρατιωτικό εξοπλισμό όχι κατ' ανάγκη από κρατικούς φορείς.
Ο τρίτος και πολύ σημαντικός λόγος είναι μια κρίσιμη αλλαγή στη στρατηγική των τζιχαντιστικών οργανώσεων. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 2000 οι οργανώσεις αυτές είχαν επιλέξει τη δημιουργία μικρών πυρήνων σε όλο τον κόσμο με σκοπό χτυπήματα σε οποιοδήποτε τρωτό σημείο των μεγάλων δυτικών δυνάμεων και ιδιαίτερα των ΗΠΑ. Με πρώτη την αλ-Κάιντα στην Αραβική Χερσόνησο, οι τζιχαντιστικές οργανώσεις προτιμούν τη δημιουργία ελέγχου στο έδαφος και τη διοίκηση περιοχών. Οι οργανώσεις αυτές εγκαταλείπουν το «νομαδικό» τζιχάντ ανά τον κόσμο και εγκαθίστανται σε περιορισμένες περιοχές τις οποίες ελέγχουν. Σκοπός τους είναι, σε καταστάσεις χάους και διάλυσης των εθνικών κρατών, να ενώσουν αυτούς τους εδαφικούς πυρήνες σε ένα μεγάλο «εμιράτο» τού εξτρεμιστικά συντηρητικού Ισλάμ. Αυτοί οι εδαφικοί πυρήνες λειτουργούν ως μαγνήτης για βετεράνους άλλων πολέμων από το Ιράκ, τη Λιβύη και την Υεμένη. Σήμερα μια τεράστια ζώνη από τη Μοσούλη μέχρι τα ανατολικά της Δαμασκού αποτελεί ένα χαώδες «εργαστήριο» για το μέλλον των συγκρούσεων και πιθανώς υβριδικών κρατικών οντοτήτων στην περιοχή, κατά τον τρόπο που ο χαώδης εμφύλιος του Λιβάνου μέχρι το 1989 αποτέλεσε το «εργαστήριο» για την δημιουργία ισχυρότατων πολιτικο-στρατιωτικών μη κρατικών δρώντων, όπως η Χεζμπολλάχ.
Παρά το γεγονός ότι είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν το ΙΚΙΣ θα καταφέρει να κρατήσει και να διοικήσει μεγάλα αστικά κέντρα, όπως η Μοσούλη, είναι πρόδηλο ότι έχει τις δυνατότητες να μετατραπεί σε έναν υπολογίσιμο περιφερειακό μη κρατικό παράγοντα, εφ' όσον καταφέρει να εδραιωθεί σε κάποιες περιοχές και ιδίως αν οι ΗΠΑ και κυρίως περιφερειακές δυνάμεις, το Ιράν, η Τουρκία και η Σαουδική Αραβία, δεν το αντιμετωπίσουν. Σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση βρίσκονται η Τουρκία και το Ιράν. Η πρώτη έχει έναν τεράστιο πληθυσμό Σύρων προσφύγων όπου οι τζιχαντιστικές οργανώσεις συνηθίζουν να στρατολογούν μαχητές και υποψήφιους βομβιστές αυτοκτονίας. Επίσης, η κατάληψη του τουρκικού προξενείου στη Μοσούλη και η αιχμαλωσία των Τούρκων διπλωματικών υπαλλήλων δείχνει ότι η εγγύτητα της τουρκικής ισχύος δεν δρα αποτρεπτικά προς το ΙΚΙΣ, πλήττοντας το γόητρο της τελευταίας στην περιοχή. Την ίδια στιγμή η αποτελεσματικότητα των κουρδικών δυνάμεων στη Συρία και το Ιράκ να αποκρούσουν την τζιχαντιστική επίθεση δίνει στην κουρδική αυτονομία ρόλο-κλειδί στις νέες περιφερειακές διευθετήσεις.
Το Ιράν δεν είναι δυνατόν να εγκαταλείψει τους συμμάχους του στην κυβέρνηση αλ-Μάλικι όσο ανίκανοι και αν αποδείχθηκαν. Όμως οι πόροι και οι δυνατότητες της Τεχεράνης δεν είναι ανεξάντλητες και, παρόλη την βοήθεια της Χεζμπολλάχ στη Συρία και των σιιτικών πολιτοφυλακών στο Ιράκ, θα είναι πολύ δύσκολο να ενισχύει δύο δυνάμεις αντι-εξέγερσης ταυτόχρονα. Θα ήταν φυσιολογικό η προέλαση του ΙΚΙΣ να αποτελέσει τον καταλύτη για μια περιφερειακή διευθέτηση-πακέτο μεταξύ ΗΠΑ, Ιράν Σαουδικής Αραβίας και Τουρκίας που θα περιλαμβάνει Ιράκ, Συρία, Κουρδικό και βέβαια το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Αλλά είναι βέβαιο ότι μια τέτοια διευθέτηση θα είναι πολύ δύσκολο να ανέβει τα σκαλιά του Καπιτωλίου στην Ουάσιγκτον λαμβάνοντας υπόψιν την επιρροή του αμερικανο-εβραϊκού στοιχείου στο Κογκρέσο.
Λέγεται ότι στη διάσκεψη των Βερσαλλιών το 1919, ο Κλεμανσώ ρώτησε τον Λόυδ Τζώρτζ σχετικά με τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: «Τι θέλεις;» ως αντάλλαγμα για τη Δαμασκό. Ο Λόυδ Τζώρτζ απάντησε «τη Μοσούλη». «Και τι άλλο;», συνέχισε ο Γάλλος πρωθυπουργός. «Την Ιερουσαλήμ», πρόσθεσε ο Βρετανός ομόλογός του. Αν ο Ιρανός Πρόεδρος Χασάν Ρουχανί ρωτήσει σήμερα τον Μπάρακ Ομπάμα την ίδια ερώτηση, είναι βέβαιο ότι θα του απαντούσε «το πυρηνικό πρόγραμμα» αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα έπαιρνε σε αντάλλαγμα τη Συρία και το Ιράκ.
Δημοσιεύτηκε στην Αυγή της Κυριακής ήδη στις 22 Ιουνίου 2014