Πρώτον, η εξαιρετικά δύσκολη οικονομική κατάσταση. Η ανατροπή του Μουμπάρακ έβρισκε την Αίγυπτο με μια οικονομία σε στασιμότητα και αποτελμάτωση. Το καθεστώς είχε μετατρέψει την αιγυπτιακή οικονομία σε έναν χώρο οικογενειακού φέουδου με εκτεταμένα πατερναλιστικά, πελατειακά δίκτυα και αχαλίνωτη διαφθορά. Η εξέγερση οδήγησε στην κατάρρευση του τουρισμού, βασικότατης πηγής εσόδων για την Αίγυπτο καθώς και των άμεσων ξένων επενδύσεων. Η χώρα χρειαζόταν περίπου 20 δις δολάρια ετησίως για να καλύψει τις βασικές ανάγκες της σε διατροφή και καύσιμα. Η αρχική βοήθεια από το Κατάρ και τη Σαουδική Αραβία έδωσαν κάποιες ανάσες αλλά δεν κάλυπταν το χρηματοδοτικό κενό. Η κυβέρνηση Μόρσι είχε μπροστά της μια σκληρή διαπραγμάτευση για χρηματοδότηση από το ΔΝΤ που ζητούσε την δραστική μείωση της επιδότησης του ψωμιού και των καυσίμων, οδηγώντας με μαθηματική ακρίβεια στην εξαθλίωση και την εξέγερση των φτωχών στρωμάτων, για τα οποία τα σιτηρά αποτελούν το 60% της διατροφής – τα αιγυπτιακά αστικά κέντρα χρειάζονται 300 εκατομμύρια καρβέλια την ημέρα. Το αποτέλεσμα της μη χρηματοδότησης ήταν ελλείψεις στα τρόφιμα και συνεχείς διακοπές ηλεκτροδότησης αφού οι μισοί σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής έχουν τεθεί εκτός λειτουργίας. Στα παραπάνω πρέπει να προστεθεί η υψηλότατη την τελευταία δεκαετία ανεργία των νέων, ιδιαίτερα των μορφωμένων, που ξεπερνά το 30% σε μια χώρα που χρειάζεται 500.000 νέες θέσεις εργασίας ετησίως όχι για να δώσει εργασία στους ήδη ανέργους αλλά για να καλύψει τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας πολίτες.
Η δεύτερη μεγάλη αδυναμία της διακυβέρνησης των Αδελφών Μουσουλμάνων ήταν η λάθος τακτική που ακολούθησαν απέναντι στον στρατό και τους εξεγερμένους. Η κυβέρνηση Μόρσι αντί να συγκροτήσει στέρεες συμμαχίες με τις δυνάμεις που ανέτρεψαν τον Μουμπάρακ, τις δυνάμεις της πρώτης πλατείας Ταχρίρ, αντί να δομήσει συμμαχίες με τα νέα εργατικά κινήματα και τις κινήσεις της νεολαίας που αναπτύσσονταν, προτίμησε να στραφεί σε μια τακτική συμμαχία με τον στρατό. Όλοι οι πυλώνες του ancien régime, το δικαστικό σύστημα, οι μηχανισμοί ασφαλείας και το ογκώδες παρακράτος τους, παρέμεναν αλώβητοι και μάλιστα είτε με συνεχείς απεργίες των αστυνομικών είτε με παρεμβάσεις των δικαστών στη νομοθετική εξουσία, επέτειναν την αίσθηση χάους, ανομίας και ακυβερνησίας. Κάποιες αναιμικές προσπάθειες για αλλαγές στο δικαστικό σώμα και την αστυνομία επέτειναν τη δυσπιστία μεταξύ του Μόρσι και του συστήματος ασφαλείας. Την ίδια στιγμή ο Μόρσι αποξενωνόταν ακόμη περισσότερο από τις δυνάμεις της πρώτης Ταχρίρ ακολουθώντας ένα πρόγραμμα θεσμικής ισλαμοποίησης που δημιουργούσε εύλογο φόβο σε όλους όσους αγωνίστηκαν για ανθρώπινα δικαιώματα, γυναικεία χειραφέτηση και προτασία των μειονοτήτων.
Η τρίτη αδυναμία ήταν η συνεχής αμφιταλάντευση της κυβέρνησης Μόρσι στην εξωτερική της πολιτική. Από τη μια, αναθέρμανε τις μέχρι τότε ψυχρές σχέσεις με το Ιράν και από την άλλη, προωθούσε την κατά μέτωπο επίθεση του σουνιτικού Ισλάμ κατά του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία. Από την μια, έπαιρνε σκληρά μέτρα αποκλεισμού της Γάζας και από την άλλη, κρατούσε αμφίσημη στάση στις σχέσεις του με το Ισραήλ. Η αντιφατική αυτή επάνοδος της Αιγύπτου στο αραβικό σύστημα ισχύος δημιούργησε ανασφάλεια σε χώρες όπως η Σαουδική Αραβία, που πάντα έβλεπε με καχυποψία την εξάπλωση της επιρροής των Αδελφών Μουσουλμάνων. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Σαουδική Αραβία ήταν εκείνη που έκλεισε την στρόφιγγα χρηματοδότησης προς την Αίγυπτο τους τελευταίους μήνες δημιουργώντας ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα στην κυβέρνηση Μόρσι.
Στις ογκώδεις διαδηλώσεις εναντίον του Μόρσι και των Αδελφών συγκεντρώνονταν διαφορετικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις. Ήταν πρώτα από όλα τα κινήματα που αναπτύχθηκαν στη δεκαετία του 2000 μέσα από νέα αντισυστημικά εργατικά συνδικάτα, από κινήσεις της νεολαίας και συμμαχίες όπως η Κιφάγια, που ένωνε οπαδούς του αραβικού εθνικισμού, αριστερούς αλλά και μετριοπαθείς ισλαμιστές. Στα πλαίσια αυτά αναπτύχθηκε και το κίνημα της εξέγερσης, Ταμαρούντ, που ενσωμάτωσε μεσοαστικά φιλελεύθερα στρώματα μορφωμένων νέων. Παρόν ήταν και ένα σημαντικό μέρος του υποπρολεταριάτο που στηριζόταν οικονομικά από το παρακράτος ασφαλείας και το πελατειακό σύστημα του καθεστώτος Μουμπάρακ και βέβαια μεγάλες δυνάμεις από τα φτωχά στρώματα των μεγάλων πόλεων που στερούνταν ακόμη και το ψωμί της ημέρας λόγω της οξυνόμενης οικονομικής κρίσης. Οι σαλαφιστές (οι πλέον κοινωνικά συντηρητικοί ισλαμιστές) του κόμματος αλ-Νούρ, από την άλλη μεριά, προτίμησαν να κρατήσουν ουδέτερη στάση στις διαδηλώσεις αλλά έσπευσαν να δηλώσουν αποδοχή του πραξικοπήματος για λόγους αυτοσυντήρησης αλλά και κάτω από την επιρροή του σαουδαραβικού βασιλείου με το οποίο έχουν στενούς δεσμούς.
Εκμεταλλευόμενος τη δημοφιλία του, ιδιαίτερα μετά την κρίσιμη συμβολή του στην ειρηνική και σχετικά αναίμακτη απομάκρυνση του Μουμπάρακ, ο αιγυπτιακός στρατός προσπαθεί να ακολουθήσει το παράδειγμα του τουρκικού στη δεκαετία του 1970-1980 και να επιβάλλει τον εαυτό του ως “εγγυητή” και “θεματοφύλακα” της δημοκρατίας και της πολιτικής σταθερότητας. Κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα οδηγήσει στην επίτευξη μιας γνήσιας δημοκρατίας ούτε θα επιλύσει τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα της χώρας. Ο στρατός έχει σημαντικά οικονομικά συμφέροντα σε επιχειρήσεις του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα και πιθανόν να επιθυμεί μια εσπευσμένη δανειακή συμφωνία με το ΔΝΤ, οξύνοντας ακόμη περισσότερο τις τεράστιες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες στην Αίγυπτο. Η Μέση Ανατολή έχει πληρώσει ακριβά την “δημοκρατία” à la carte, τόσο στην Αλγερία όσο και στα Παλαιστινιακά Εδάφη.
Διεθνείς και περιφερειακές επιπτώσεις
Η εξωτερική πολιτική των Αδελφών Μουσουλμάνων είχε τρεις βασικούς στόχους. Πρώτον, την εξεύρεση εναλλακτικών του ΔΝΤ πηγών χρηματοδότησης για τις οξύτατες και άμεσες ανάγκες της αιγυπτιακής οικονομίας και κοινωνίας. Η προσπάθεια εξευμενισμού της Σαουδικής Αραβίας, η οποία ήταν άκρως ενοχλημένη με την τύχη που επιφύλαξαν οι Αδελφοί και η Ουάσιγκτον στον Μουμπάρακ, και προσεταιρισμού του Κατάρ αποτελούσαν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο προσπάθεια για διάσωση της αιγυπτιακής οικονομίας. Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετούσε και η επιλογή του ανατραπέντος Προέδρου Μόρσι να πραγματοποιήσει την πρώτη επίσημη επίσκεψή του εκτός Μέσης Ανατολής στην Κίνα και όχι στην Ουάσιγκτον όπως πολλοί ανέμεναν. Οι κινεζικές επενδύσεις θα ήταν “μάννα εξ ουρανού” για την αιγυπτιακή οικονομία. Ο δεύτερος στόχος ήταν να επανέλθει η Αίγυπτος ως ηγετική δύναμη στις περιφερειακές εξελίξεις με την αποκατάσταση εποικοδομητικού διαλόγου και λειτουργικών σχέσεων με το Ιράν και στενές σχέσεις με την Τουρκία του Ερντογάν. Η Συρία αποτελούσε για τον Μόρσι βασικό πεδίο ανάληψης πρωτοβουλιών. Η Αίγυπτος επιθυμούσε να προωθήσει μια περιφερειακή συμφωνία για την αλλαγή καθεστώτος στη Δαμασκό με τη συμμετοχή της Τουρκίας, της Σαουδικής Αραβίας, του Κατάρ και του Ιράν. Στα πλαίσια αυτά ο Μόρσι προσέγγισε την Μόσχα θέλοντας να ενισχύσει τις προϋποθέσεις επιτυχίας μιας περιφερειακής συμφωνίας. Ο τρίτος, μη ομολογημένος, στόχος της διακυβέρνησης των Αδελφών Μουσουλμάνων στην Αίγυπτο ήταν να αποτελέσουν εκείνοι το “παράδειγμα προς μίμηση” το πολιτικό Ισλάμ στην περιοχή παίρνοντας τη θέση της Τουρκίας και του Ιράν.
Η Σαουδική Αραβία, καχύποπτη απέναντι στην αυξανόμενη επιρροή των Αιγυπτίων Αδελφών και τον κίνδυνο να εξαπλωθεί αυτή και εντός του σαουδαραβικού βασιλείου, συγκρότησε μια συμμαχία συντηρητικών δυνάμεων μεταξύ του σαουδαραβικού βασιλείου των Εμιράτων και της Ιορδανίας, ώστε να περιθωριοποιήσουν τον άξονα Αιγύπτου-Τουρκίας-Κατάρ, ο οποίος προωθεί την κατάληψη της εξουσίας από τους Αδελφούς Μουσουλμάνους στη Συρία και την σημαντική ενίσχυση της επιρροής τους στο ιορδανικό βασίλειο. Υπό το πρίσμα αυτών των εξελίξεων δεν θα πρέπει να ξενίζει η άμεση και θερμή πολιτική στήριξη του σαουδαραβικού βασιλείου προς τους Αιγύπτιους πραξικοπηματίες.
Τα μηνύματα που στέλνει το αιγυπτιακό πραξικόπημα έχουν πολλούς αποδέκτες και αντιφατικές ερμηνείες. Ξεκινώντας από τα Παλαιστινιακά Εδάφη, στελέχη της Φατάχ που βρίσκονται κοντά στον πρόεδρο Αμπάς κάλεσαν σε ανατροπή της Χαμάς κατά το αιγυπτιακό πρότυπο. Από την άλλη πλευρά, η Χαμάς χάνει έναν ιδεολογικό σύμμαχο και σκληραίνει τη στάση της απέναντι σε κάθε προσπάθεια επανένωσης του παλαιστινιακού εθνικού κινήματος. Στην Συρία είναι φανερό, από τις πρώτες αντιδράσεις του ασαντικού καθεστώτος, ότι τα γεγονότα στην Αίγυπτο επιβεβαιώνουν τις θέσεις του όσον αφορά το χάος που θα επικρατήσει με την έλευση των ισλαμιστών στην εξουσία και βέβαια ενδυναμώνουν την αδιάλλακτη στάση του. Την ίδια στιγμή ενδυναμώνεται και η αδιαλλαξία των εξεγερμένων, που μπορούν πια να ισχυρίζονται ότι καμία αλλαγή δεν μπορεί να γίνει στην Συρία με τις καθεστωτικές δυνάμεις στη θέση τους, έστω και χωρίς τον Άσαντ. Ιδιαίτερα ανησυχητικά είναι επίσης τα μηνύματα προς την Τύνιδα αλλά και την Άγκυρα. Ο στρατός επανέρχεται στο προσκήνιο ως “εγγυητής” της δημοκρατίας και της κοινωνικής συνοχής και προσπαθεί να ανακτήσει το ιδεολογικό και ηθικό πλεονέκτημα. Απέναντι σε αυτήν την προσπάθεια, οι αριστερές και δημοκρατικές δυνάμεις στις χώρες αυτές είναι αναγκαίο να αναπτύξουν μια πιο σύνθετη στρατηγική που θα ξεπερνά την απλή αντίδραση στον ισλαμιστικό αυταρχισμό.
Η απήχηση του πολιτικού Ισλάμ θα συνεχίσει να είναι πολύ μεγάλη σε όλον τον μουσουλμανικό κόσμο. Σύμφωνα με την έκθεση του διεθνούς ερευνητικού κέντρου Pew στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, της Βορείου και της Υποσαχάριας Αφρικής, οι κοινωνίες υποστηρίζουν τη θεσμοθέτηση του ισλαμικού ιερού νόμου, της Σαρία, ως του βασικού νόμου του κράτους με ποσοστά που υπερβαίνουν το 60% κατά μέσο όρο. Το αιγυπτιακό πραξικόπημα θα ενισχύσει την επιχειρηματολογία των τζιχαντικών οργανώσεων ότι ο ειρηνικός δημοκρατικός δρόμος δεν επιτρέπει την παραμονή ούτε καν “ρεφορμιστικών” ισλαμιστικών κομμάτων στην εξουσία. Οι οργανώσεις αυτές, που δέχθηκαν ένα ισχυρό ιδεολογικό πλήγμα από την πρώιμη επιτυχία των αραβικών ειρηνικών εξεγέρσεων, είναι πολύ πιθανό να προσελκύσουν τώρα ένα μεγάλο μέρος νέων ισλαμιστών στην στρατηγική της τζιχαντικής βίας.
Τέλος, οι συνέπειες του αιγυπτιακού πραξικοπήματος αποτελούν ίσως τους τίτλους τέλους για την πολιτική Ομπάμα στη Μέση Ανατολή και τον μουσουλμανικό κόσμο που διακηρύχθηκε με την ομιλία στο Κάιρο -τι ειρωνεία!-, στις 4 Ιουνίου 2009, και ουσιαστικά ενέτασσε το μετριοπαθές πολιτικό Ισλάμ σε μια αυτόχθονη διαδικασία εκδημοκρατισμού και σταθεροποίησης της Μέσης Ανατολής. Η Ουάσιγκτον προσπάθησε να ισορροπήσει μεταξύ του Μόρσι και των ανθεκτικών πυλώνων του ancien régime αλλά τελικά απέτυχε να επιβάλει έναν στρατηγικό συμβιβασμό μεταξύ των δύο. Η πρόθεση των ΗΠΑ να εγκατασταθεί στην περιοχή μια Pax Americana Islamica που θα συνδύαζε το κοινωνικά συντηρητικό Ισλάμ με τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό των αγορών δεν μπορεί να υλοποιηθεί προς το παρόν. Η διακυβέρνηση Ομπάμα, σε προφανή στρατηγική σύγχυση, θα είναι αναγκασμένη να συνεχίσει να δεσμεύει σημαντικές δυνάμεις και πόρους για τη Μέση Ανατολή και να αναβάλει την μεταφορά τους στο κρίσιμο πεδίο της Ανατολικής Ασίας για το μέλλον.