Φυσικά, η διαδικασία που οδήγησε στο ιστορικό αυτό δημοψήφισμα, κάθε άλλο παρά ειρηνική ήταν. Το δημοψήφισμα του 2011 αποτέλεσε νομική υποχρέωση που απέρρεε από την επονομαζόμενη Συνολική Συνθήκη Ειρήνης (CPA) του 2005 μεταξύ της κυβέρνησης της Δημοκρατίας του Σουδάν και του Μετώπου για την Απελευθέρωση των Λαών του Σουδάν (SPLM)/Στρατού για την Απελευθέρωση των Λαών του Σουδάν (SPLA),[1] ήταν δε αποτέλεσμα ενός παρατεταμένου και εξαιρετικά βίαιου εμφυλίου πολέμου μεταξύ αυτού που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε σχηματικά Βόρειο και Νότιο Σουδάν. Για να κατανοήσουμε λοιπόν πλήρως τη σημασία του σημερινού δημοψηφίσματος θα πρέπει να το προσεγγίσουμε στο πλαίσιο της μακρόχρονης ιστορικής διένεξης που προηγήθηκε.
Ιστορικά, οι αραβόφωνες μουσουλμανικές φυλές του βορρά για αιώνες καταδίωκαν τους αφρικανούς κατοίκους του νότου,[2] οι οποίοι ανήκαν σε φυλές με πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους πολιτισμούς, γλώσσες και θρησκείες.[3] Από το 1823 μέχρι το 1881, όταν η ευρύτερη περιοχή βρισκόταν υπό Τουρκο-Αιγυπτιακή κατοχή,[4] αλλά και από το 1881 μέχρι το 1898, υπό την επικράτηση μιας θεοκρατικής μαχντικού τύπου πρωτο-εθνικιστικής σουδανικής διοίκησης,[5] η οικονομία του βορρά ήταν βασισμένη στην εργασία δούλων και στο δουλεμπόριο. Θύματα ήταν οι κάτοικοι του νότου και της δύσης (του σημερινού Νταρφούρ).[6] Από το 1898 μέχρι το 1956, το βρετανικό αποικιοκρατικό καθεστώς που επιβλήθηκε, απαγόρευσε το δουλεμπόριο, τόσο για ιδεολογικούς λόγους όσο και στο πλαίσιο μιας προσπάθειας εκσυγχρονισμού της κοινωνίας και ένταξής της στο ευρύτερο αποικιακό οικονομικό και εμπορικό πλαίσιο και στις επιταγές του (ιδιαίτερα την εξαγωγικά προσανατολισμένη παραγωγή βάμβακος, σόργου και αραβικής κόμης).[7]
Για λόγους εσωτερικής ασφάλειας, η κυβέρνηση κράτησε το Βορρά και το Νότο ουσιαστικά διαχωρισμένους τόσο σε επίπεδο διοίκησης όσο και σε επίπεδο πολιτικών και οικονομικών σχέσεων.[8] Ως αποτέλεσμα, οι αντικειμενικές διαφορές στο εθνοτικό προφίλ, τις πολιτισμικές παραδόσεις και τα γλωσσικά ιδιώματα των σουδανικών φυλών του βορρά και του νότου αντίστοιχα, αλλά οι ιστορικές εμπειρίες του μακρόχρονου δουλεμπορίου, αποκρυσταλλώθηκαν σε δύο ταυτότητες οντολογικά διαφορετικές και αλληλοαποκλειόμενες: τον Αραβικό και Ισλαμικό Βορρά, από τη μία, και τον Αφρικανικό, Χριστιανικό και Ανιμιστικό Νότο, από την άλλη.[9]
Η διάκριση αυτή, που, ας το επαναλάβουμε, στηριζόταν σε αδιαμφισβήτητα ιστορικά στοιχεία, αποσιώπησε, τόσο για τη διοίκηση όσο και για τις εκατέρωθεν μάζες που γαλουχήθηκαν με τον Λόγο (discourse) αυτόν, τη μακραίωνη ύπαρξη ενδιάμεσων κατηγοριών πληθυσμού, κοινών τύπων οικονομικής εκμετάλλευσης στο πλαίσιο συναρθρωμένων τρόπων παραγωγής, νομαδικών τρόπων ζωής που συνέβαλαν στη διατήρηση πολυεπίπεδων σχέσεων μεταξύ εθνοτικών ομάδων, και τις πάσης φύσεως πολιτισμικές ανταλλαγές, οι οποίες στο περιθώριο του δουλεμπορίου, ίσως όμως και μέσω αυτού, αποτέλεσαν τα πολιτισμικά θεμέλια ενός κοινού «σουδανικού» πολιτισμικού μορφώματος.[10]
Μη ξεχνάμε ότι οι χώρες της υποσαχάριας, σαχελιανής Αφρικής, από τον Ατλαντικό μέχρι την Ερυθρά Θάλασσα (που σήμερα περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τα κράτη Σουδάν, Τσαντ, Νίγηρας, Μάλι, Μαυριτανία, Μπουρκίνα Φάσο και Σενεγάλη) είχαν συλλογικά ονομασθεί από τους Άραβες γεωγράφους του Μεσαίωνα Bilad al-Sudan, δηλ. «οι Χώρες των Μαύρων». Ουσιαστικά δηλαδή, στα ώτα ενός αραβόφωνου, «Σουδάν» και «Σουδανός» μεταφράζεται κυριολεκτικά ως «μαύρο» και «μαύρος» αντίστοιχα.[11] Τόσο η αποικιακή λοιπόν όσο και οι προ-αποικιακή βορειοσουδανική αντίληψη περί Βορρά και Νότου εδράζονταν σε προϋπάρχουσες διακρίσεις. Αυτό που προσέθεσε η βρετανική αποικιοκρατική αντίληψη ήταν η διοικητική «βούλα» με βάση ένα διεθνές δίκαιο που νομιμοποιούσε τις αποικιακές κτήσεις των ευρωπαϊκών κρατών.
Το σημαντικό στην περίπτωσή μας, αλλά και σε άλλες αντίστοιχες σε ολόκληρο τον κόσμο, είναι ότι αυτή η αποικιακή νομική «κατασκευή», που όπως κάθε κατασκευή στηριζόταν σε κάποιες προϋπάρχουσες πολιτισμικές και πολιτικο-οικονομικές δομές, υιοθετήθηκε τη δεκαετία του 1920 από τις ελίτ των σημαντικότερων αραβικών, μουσουλμανικών φυλών του Βόρειου Σουδάν, των επονομαζόμενων φυλών της «κοιλάδας του Νείλου», οι οποίες ήγειραν αξιώσεις ανεξαρτησίας με κεντρικό σύνθημα «το Σουδάν για τους Σουδανούς». Στη διάρκεια των ερχόμενων δεκαετιών, ο Λόγος αυτός συνεπήρε τους κατοίκους των αστικών κέντρων του βορρά, πολλοί εκ των οποίων ήταν απόγονοι δούλων, γόνοι «μικτών» γάμων βορειοσουδανών Αράβων με κατοίκους του Νότου ή της μη αραβικής Δύσης, αλλά και φτωχοί μετανάστες από την περιφέρεια προς το κέντρο, από τις περιοχές δηλαδή εκείνες που στο παρελθόν είχαν υποφέρει από το δουλεμπόριο. Υιοθετήθηκε επίσης, πρέπει να τονίσουμε καθώς τείνουμε να το ξεχνάμε, ο «σουδανικός» αυτός εθνικιστικός λόγος και από τις νουβικές φυλές του ακρότατου βορρά, καθώς και εκείνες του ανατολικού Σουδάν, κοντά στην Ερυθρά Θάλασσα, που ελάχιστη σχέση είχαν (ή υποστήριζαν ότι είχαν) με το αραβικό στερεότυπο του «γνήσιου» Σουδανού της «κοιλάδας του Νείλου». Μέσα σε δυο-τρεις δεκαετίες λοιπόν, η προσωνυμία «Σουδανός» (Sudani) έπαψε να προσδιορίζει τον Αφρικανικής προέλευσης μαύρο, που στα μάτια των βορειοσουδανών Αράβων ήταν κατώτερος και άξιος υποδούλωσης, και αναγορεύθηκε σε εθνική ταυτότητα του μέχρι τότε επονομαζόμενου Αγγλο-Αιγυπτιακού Σουδάν.
Διαφορετική βέβαια ήταν η κατάσταση στο Νότου, όπου ο Λόγος περί ανεξαρτησίας και Σουδανικού εθνικισμού έγινε αρχικά δεκτός με πολλές επιφυλάξεις.[12] Σκέψεις διατυπώθηκαν μεταξύ των εντόπιων ελίτ, αλλά και μεταξύ πολλών Βρετανών διοικητικών υπαλλήλων που γνώριζαν από πρώτο χέρι την κατάσταση, περί της σύνδεσης του Νότιου Σουδάν με την Ουγκάντα για προφανείς πολιτισμικούς, αλλά και πολιτικούς λόγους. Υπερίσχυσε όμως η ενότητα της «κοιλάδας του Νείλου» για πολιτικούς λόγους, μεταξύ των οποίων πρέπει να συμπεριλάβουμε την αυτονόητη για τους Βόρειους ένταξη του Νότου στην πολιτική οντότητα που με την ανεξαρτησία θα περνούσε κατά τεκμήριο στα δικά του χέρια, διοικητικά και ιδεολογικά, αλλά και την ανησυχία της Αιγύπτου για τα νερά του ποταμού Νείλου. Για τους Αιγύπτιους, όσο λιγότερα κράτη παρεμβάλλονται μεταξύ της Αιγύπτου και των πηγών του μεγάλου ποταμού, τόσο το καλύτερο.
Δεν έχει νόημα να αναφέρουμε εδώ τις ακριβείς περιστάσεις. Αρκεί μόνον να πούμε ότι η διαμάχη μεταξύ Βορείων και Νοτίων Σουδανών, που η αποικιοκρατία είχε κρατήσει στην κατάψυξη της ιστορίας, ήλθε αμέσως στο προσκήνιο, σχεδόν ταυτόχρονα με την υποστολή της βρετανικής σημαίας το 1956. Με μια μικρή διακοπή (1972-1983) εξαιτίας ουσιαστικά στρατηγικών επιλογών επιβίωσης του κατά τα άλλα αγαπητού από πολλούς δικτάτορα Τζάαφαρ Νιμέιρι, ο Βορράς και ο Νότος βρίσκονταν συνεχώς σε πόλεμο, άμεσα ή έμμεσα, μέχρι το 2005. Πίσω από τις βίαιες τακτικές εξαραβισμού και εξισλαμισμού, όλων των κυβερνήσεων στο Χαρτούμ, δημοκρατικά εκλεγμένων και στρατιωτικών, καθώς και την τρομακτική διαφθορά σε βάρος του πληθυσμού από τις κυβερνητικές ελίτ και τους συμμάχους τους, βρισκόταν η προσπάθεια εκμετάλλευσης του πλούτου της περιφέρειας από το ουσιαστικά παρασιτικό κέντρο. Στην περιφέρεια αυτή ανήκε και ο Νότος.
Από την πλευρά τους, οι Νότιοι δεν υπήρξαν ποτέ ιδιαίτερα καλοί γείτονες μεταξύ τους. Χωρισμένοι σε πολλές φυλές με διαφορετικές γλώσσες και παραδόσεις, δεν είχαν ποτέ στο παρελθόν αντιληφθεί τον εαυτό τους ως μία πολιτική οντότητα. Στη μετα-αποικιοκρατική περίοδο στην οποία τώρα αναφερόμαστε, αυτό που τους ένωνε (από ένα σημείο και μετά σε αυτό που ονομάζουμε SPLM/SPLA) ήταν ο κοινός εχθρός, ο οποίος μάλιστα συχνά φαινόταν να καταφεύγει σε στρατηγικές του 19ου αιώνα, όπως η υποδούλωση.[13] Την ίδια όμως στιγμή, πάμπολλες ήταν οι συγκρούσεις μεταξύ των φυλών, ιδιαίτερα μεταξύ των πολυάριθμων και ιδιαίτερα καλά οργανωμένων στο στρατιωτικό επίπεδο, Ντίνκα, του Τζων Γκάρανγκ, ηγέτη και ιδρυτή του SPLM/SPLA, και των υπολοίπων μικρότερων φυλών, σε ένα περιβάλλον όπου οι έννοιες του εθνικισμού, του εθνικού κράτους και της δημοκρατίας σημασιοδοτούνται διαφορετικά απ’ ότι στη Δύση.[14] Έτσι, δεν είναι καθόλου παράδοξο που κατά καιρούς σημαντικές ομάδες αποσχίζονταν από τον κύριο κορμό του SPLM/SPLA και συμμαχούσαν, ευκαιριακά όπως αποδεικνυόταν αργότερα, με την κυβέρνηση του Χαρτούμ ή με τις διάφορες εξαιρετικά βίαιες πολιτοφυλακές που απαρτίζονταν από εντόπιους Άραβες, άκληρους αγρότες που έψαχναν για γόνιμες γαίες, αλλά και μέλη νομαδικών φυλών, που σε τακτά διαστήματα χρησιμοποιούσαν τα βοσκοτόπια και τις νεροπηγές του Νότου για τα διψασμένα κοπάδια τους.[15]
Πρέπει μάλιστα να σημειώσουμε εδώ, ότι τέτοιες επαφές μεταξύ αραβόφωνων μουσουλμάνων νομάδων και αφρικανικών εδραίων πληθυσμών όπως οι Ντίνκα, είχαν ιστορία αιώνων και κατά κανόνα ακολουθούσαν πρότυπα ειρηνικής συμβίωσης. Αυτό που άλλαξε όμως προοδευτικά προς το χειρότερο τις τελευταίες δεκαετίες ήταν η ένταξη τέτοιων πληθυσμών στα στρατηγικά σχέδια των κυβερνήσεων του Χαρτούμ, από τη μια, αλλά και των Νοτίων ανταρτών από την άλλη, συχνά σε εποχές δύσκολων καιρικών συνθηκών, που μετέτρεπαν νερό και βοσκοτόπια σε επίδικα αντικείμενα ένοπλης πάλης, και μάλιστα με όπλα που προσέφεραν στις φυλές εξωτερικοί παράγοντες.[16] Φυσικά, τέτοιες πολιτικές είχαν ως αποτέλεσμα την καταστροφή των εντόπιων κοινοτήτων και μετατροπή πολλών εκ των κατοίκων σε πρόσφυγες.[17]
Σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, και οι δύο βασικοί αντίπαλοι έψαχναν -και έβρισκαν- συμμάχους στην ευρύτερη περιοχή και μακρύτερα, οι μεν Βόρειοι τους Σαουδάραβες, τα κράτη του Αραβικού Κόλπου και ενίοτε τους Λίβυους, ίσως και τους Κινέζους, οι δε Νότιοι τους Αιθίοπες, στους Νοτιοαφρικανούς και, καθώς εικάζεται, τους Ισραηλινούς και τους Αμερικανούς. Οι συμμαχίες αυτές χρωματίζονταν ανάλογα με την εκάστοτε ιστορική συγκυρία, με προεξάρχοντα την τελευταία δεκαετία τον ρόλο του ισλαμισμού και τον εκ Δύσεως ορμώμενο «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Στο πλαίσιο αυτό, ο κυβερνητικός Βορράς ταυτίστηκε από τα δυτικά ΜΜΕ και τις κυβερνήσεις με τον ακραίο ισλαμισμό τύπου al-Qaida, ρόλο που εν πολλοίς οι κυβερνητικές ελίτ του Χαρτούμ αποδέχθηκαν, στην αρχή δίνοντας καταφύγιο στον Οσάμα Μπιν Λάντεν πριν την επιστροφή του στο Αφγανιστάν, και αργότερα με την υιοθέτηση ενός σκληρού ισλαμιστικού ιδιώματος, ιδιαίτερα όσον αφορά στο Νότο.
Ο πόλεμος, τον οποίο καμία από τις δύο πλευρές δεν μπορούσε ουσιαστικά να κερδίσει, τελείωσε όταν ανακαλύφθηκε πετρέλαιο (τι ειρωνεία!) στα σύνορα μεταξύ Βορρά και Νότου σε μια περίοδο έξαρσης του αντι-ισλαμιστικού, αντιτρομοκρατικού Λόγου των ΗΠΑ και της Δύσης γενικότερα, αλλά και σε μια περίοδο ανακατάταξης κάποιων παράλληλων στρατιωτικο-πολιτικών κρίσεων σε κράτη γειτονικά του Σουδάν (με βασικό πρωταγωνιστή την αιματηρή διαμάχη μεταξύ της κυβέρνησης της Ουγκάντας –και ενίοτε προμηθευτή οπλισμού του SPLA- και του Στρατού της Αντίστασης του Κυρίου (Lord’s Resistance Army [LRA] –τον οποίο η ισλαμιστική κυβέρνηση του Χαρτούμ αντίστοιχα προμήθευε με όπλα).[18] Συνοψίζοντας και (αναγκαστικά) σχηματοποιώντας τις εξελίξεις, βλέπουμε τις πολιτικές ελίτ του Βορρά και το ηγεμονικό SPLM να επανακαθορίζουν τις θέσεις τους στο πεδίο των κατά γενική ομολογία ατέρμονων μαχών, καθώς και στο πλαίσιο των ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων και εξωτερικών δυνάμεων που τους ανέχονται ή τους υποστηρίζουν, υπογράφοντας μια σειρά συνθηκών από το 2002 ως το 2005, όπου ολοκληρώθηκε η διάσημη πλέον Συνολική Συνθήκη Ειρήνης (CPA).[19]
Μεταξύ άλλων, η CPA προέβλεπε την κοινή εκμετάλλευση του μαύρου χρυσού εκ μέρους της κυβέρνησης του Σουδάν και της προσωρινής αυτόνομης κυβέρνησης του Νοτίου Σουδάν μέσω της ίδρυσης μιας Εθνικής Επιτροπής Πετρελαίου (NPC), η οποία θα διαμόρφωνε κοινές πολιτικές, θα προχωρούσε σε νέες συμφωνίες παραχώρησης εκμετάλλευσης κοιτασμάτων, ενώ παράλληλα θα παρακολουθούσε την εφαρμογή των ήδη υφιστάμενων συμφωνιών. Σύμφωνα με όλα αυτά, τα κέρδη από την «εθνική» πετρελαϊκή βιομηχανία θα μοιράζονταν εξίσου (50-50) μεταξύ των δύο πλευρών.[20] Το δεύτερο σημαντικό στοιχείο που προέβλεπε η CPA αφορούσε στη δυνατότητα απόσχισης/ανεξαρτητοποίησης του Νότου μετά από δημοψήφισμα το 2011. Λέγω δε το «δεύτερο» σημαντικό στοιχείο διότι από τη σκοπιά του 2005, η πιθανότητα απόσχισης/ ανεξαρτητοποίησης του Νότου φάνταζε μάλλον απίθανη, ιδιαίτερα αν θυμηθεί κανείς την προσήλωση του SPLM στο όραμα του ενός ενωμένου, κοσμικού και δημοκρατικού Νέου Σουδάν.
Αν και με πολλές δυσκολίες, η συνθήκη αυτή σε μεγάλο βαθμό εφαρμόσθηκε, φθάνοντας μέχρι και το πρόσφατο δημοψήφισμα του Ιανουαρίου 2011. Τα προβλήματα της υλοποίησης υπήρξαν πολλά και οι ευθύνες βαραίνουν και τις δύο πλευρές. Για κάποιους μάλιστα, που πάντοτε έβλεπαν το Νότο με περισσότερη συμπάθεια από τον Βορρά, η απογοήτευση είναι μεγάλη καθώς έρχονται αντιμέτωποι με σοβαρότατης κατηγορίες κακοδιαχείρισης και διαφθοράς της κυβέρνησης του Νότου, της οποίας ηγούνται σημαντικές προσωπικότητες του απελευθερωτικού αγώνα, άνθρωποι που στα πεδία των μαχών και των διαπραγματεύσεων έχουν διακριθεί για τον ηρωισμό τους και την πολιτική τους οξύτητα.[21] Σε κάθε περίπτωση, πάντως, τουλάχιστον στο επίπεδο των συναισθημάτων και της άμεσης πολιτικής δράσης, ο μεγαλύτερος κίνδυνος που η CPA αντιμετώπισε με επιτυχία, εξαιτίας της άμεσης αντίδρασης των ηγετικών κύκλων του SPLM, σχετίζεται με τον θάνατο του ιστορικού ηγέτη του κινήματος, Τζων Γκάρανγκ, σε αεροπορικό ατύχημα τον Ιούλιο του ιδίου έτους της υπογραφής (2005), λίγο μόλις καιρό αργότερα από την επίσκεψή του στο Χαρτούμ, όπου έγινε αντικείμενο μεγαλειώδους υποδοχής από εκατομμύρια Σουδανούς, όχι μόνον από το Νότο.[22]
Αξίζει να υπογραμμισθεί, ότι το SPLM ουδέποτε σκέφτηκαν να εντάξουν στο ειρηνευτικό πλαίσιο, που ουσιαστικά παρέπεμπε σε μία πλήρη αναδιοργάνωση όλης της χώρας, το πάμπτωχο Νταρφούρ, παρότι μιλούσαν παραδοσιακά για ένα ενωμένο Σουδάν. Μένοντας μακριά από τον πλούτο του μαύρου χρυσού, μόνες πλέον να αντιμετωπίσουν τον πάντοτε ληστρικό Βορρά και τις φυλές των νομάδων Αράβων που πολιορκούσαν τα λίγα βοσκοτόπια και τις ελάχιστες πηγές νερού σε μια περίοδο εξαιρετικής ξηρασίας και ερημοποίησης, οι φυλές του Νταρφούρ επαναστάτησαν. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά.[23] Ίσως βέβαια δεν είναι γνωστό ότι, όπως και στο Νότο, έτσι και στο Νταρφούρ, οι επαναστατημένες φυλές και ομάδες καθόλου καλή σχέση δεν είχαν μεταξύ τους με αποτέλεσμα συχνά να στρέφονται οι μία ενάντια στην άλλη.
Στο αναμεταξύ, οι ελίτ του Βορρά ανασυντάχθηκαν, ξέχασαν την ισλαμιστική ρητορεία τους, έδιωξαν τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, που είχε βρει καταφύγιο στη χώρα, και προσπάθησαν να επανέλθουν στο διεθνές παιχνίδι. Το Νταρφούρ τους δυσκολεύει ακόμη, καθώς η Δύση τους πιέζει αφόρητα μέσω του αμερικανικού εμπάργκο και του Διεθνούς Δικαστηρίου Εγκλημάτων (ICC).[24] Πάντως, μπορεί κάποιος να πει ότι οι κατηγορίες του διεθνούς δικαστηρίου ενάντια στον πρόεδρο της χώρας μόνο λάδι στη φωτιά ρίχνουν, καθώς γίνονται αντιληπτές από την πλειοψηφία του λαού, αλλά και αλλού στον Αραβικό κόσμο, ως εξωτερικές, αποικιοκρατικού τύπου παρεμβάσεις από μια αυτοπροσδιοριζόμενη πολιτισμικά ανώτερη και πολιτικά αμερόληπτη Δύση.
Προσπαθούν λοιπόν η Δύση και ειδικότερα οι ΗΠΑ να επηρεάσουν τις πολιτικές εξελίξεις στο Σουδάν; Φυσικά! Θα ήταν παράλογο να μην συμβαίνει κάτι τέτοιο σ’ έναν κόσμο που οι πολιτικές αντιπαραθέσεις, η προσπάθεια για συνεχή επιρροή, αλλά και ο αγώνας για οικονομική διείσδυση και εξασφάλιση πρώτων υλών αποτελεί τον κανόνα. Τρία είναι τα σημαντικότερα ζητήματα αναφορικά με το Σουδάν. Το πρώτο αφορά σε ζητήματα ασφάλειας και αναφέρεται στην ελπίδα των Αμερικανών και της Δύσης ευρύτερα να μειωθεί η πολιτική δύναμη του σημερινού κράτους του Σουδάν εξαιτίας των φόβων περί των ισλαμιστικών του συμπαθειών. Αντίστοιχα, οι ίδιες δυτικές δυνάμεις φιλοδοξούν να θέσουν υπό την ηγεμονία τους, μέσω εκτεταμένης οικονομικής βοήθειας και εγγυήσεων στρατιωτικής ασφάλειας, το νέο χριστιανικό κράτος του Νοτίου Σουδάν.
Το δεύτερο αφορά στα νερά του Νείλου, που δίνουν ζωή στην Αίγυπτο και στο Βόρειο Σουδάν. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα, που απαιτεί από το Νότιο Σουδάν διπλωματική ευλυγισία, λεπτότητα χειρισμών και γνώση χειρισμού πολύπλοκων νομικών ζητημάτων,[25] προσόντα που δεν είναι απαραίτητο να διακρίνουν τους διπλωμάτες του, μέλη μέχρι πρότινος ενός κατά βάση στρατιωτικού κινήματος. Και όλα αυτά ξέχωρα από τις εγγενείς δυσκολίες που θα έχει να αντιμετωπίσει το πιθανολογούμενο νέο κράτος σε μια περιοχή ιδιαιτέρως ασταθή που μέχρι σήμερα μαστίζεται από φυλετικούς πολέμους, μίνι γενοκτονίες, ελονοσία, AIDS και άλλες δυσκολίες. Ας μην ξεχνούμε ότι το Νότιο Σουδάν, με έκταση λίγο μικρότερη από αυτή της Γαλλίας, δεν έχει κανενός είδους υποδομή, έχει υποστεί τεράστιες καταστροφές στη διάρκεια του πολέμου, ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού του το έχει εγκαταλείψει, ενώ το υπόλοιπο έχει αποφύγει την απόλυτη λιμοκτονία μόνο εξ αιτίας της Αμερικανικής βοήθειας, παρόλο που την τελευταία πενταετία το SPLM έχει εισπράξει περισσότερα από 6 δις δολάρια, σύμφωνα με την υπογεγραμμένη συμφωνία ειρήνης.[26]
Τέλος, το τρίτο σημαντικό ζήτημα αφορά σε μια δύναμη έξω από τη Δύση, η οποία όμως έχει αρχίσει τα τελευταία χρόνια να εργάζεται με συστηματικό τρόπο στην Αφρική και αλλού με σκοπό την οικονομική της μεγέθυνση. Πρόκειται για την Κίνα. Επίσημα, η Κίνα έχει δηλώσει ότι αποδέχεται τα όποια αποτελέσματα του δημοψηφίσματος,[27] στην πραγματικότητα όμως αισθάνεται μάλλον αμήχανα μπροστά στην διαφαινόμενη απόσχιση/ανεξαρτητοποίηση του Νοτίου Σουδάν από το Χαρτούμ. Και αυτό, διότι εδώ και καιρό έχει σφυρηλατήσει στενές σχέσεις με την κυβέρνηση του (Βορείου) Σουδάν σε όλους τους τομείς, προεξάρχοντος αυτού της παραγωγής και εκμετάλλευσης πετρελαίου. Η κινεζική κυβέρνηση απορροφά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό της παραγωγής πετρελαίου του Σουδάν και έχει επενδύσει πολλά στον αγωγό που μεταφέρει τον μαύρο χρυσό στο εμπορικό λιμάνι του Βορρά στην Ερυθρά Θάλασσα, το Πορτ Σουδάν. Η πιθανότητα κατασκευής ενός ανταγωνιστικού αγωγού από τα κοιτάσματα του Νότου, που αντιπροσωπεύουν το 90% των συνολικών σουδανικών κοιτασμάτων, στον Ινδικό Ωκεανό μέσω Κένυας θα μπορούσε να περιπλέξει τα πράγματα. Για τον λόγο αυτόν, η Κίνα έχει αποδοθεί πρόσφατα σε έναν αγώνα συμπάθειας προς την διαφαινόμενη κυβέρνηση του Νότου, χωρίς παράλληλα να εμφανίζεται απαξιωτική προς την κυβέρνηση του Βορρά.[28] Πρόκειται, όπως είναι σαφές για λεπτές ισορροπίες, οι οποίες καθιστούν την Κίνα, περισσότερο από ποτέ, σημαντικό παίκτη στα γεωπολιτικά παιχνίδια στην περιοχή, δημιουργώντας, όπως είναι φυσικό, πονοκέφαλο στις ΗΠΑ και τους συμμάχους της.
Ασχολούμαι με το Σουδάν ως ανθρωπολόγος από τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Η σχεδόν βέβαιη απόσχιση/ανεξαρτητοποίηση του Νοτίου Σουδάν δημιουργεί νέα δεδομένα στην περιοχή και φυσικά αλλάζει τον τρόπο που τόσο οι Βόρειοι Σουδανοί και οι Νότιοι (συμπατριώτες τους) αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους και αλλήλους. Το Σουδάν παύει να ταυτίζεται με τις ιστορικές αναπαραστάσεις που μας έχουν κληροδοτηθεί από τον προηγούμενο αιώνα. Στις πολλές ακαδημαϊκές και πολιτικές συναντήσεις της Εταιρείας Σουδανικών Σπουδών του Ηνωμένου Βασιλείου στις οποίες έχω παρευρεθεί ως μέλος, σύνεδρος, ομιλητή και φίλος όλα αυτά τα προηγούμενα χρόνια, τα ζητήματα των σχέσεων Βορρά και Νότου συχνά μονοπωλούσαν τις συζητήσεις. Συχνά, στα πέτρινα χρόνια του πολέμου τα μέλη επαναλαμβάναμε τα ίδια και τα ίδια, δημιουργώντας μια δυσάρεστη αίσθηση déjà vu. Θυμούμαι, στη δεκαετία του 1990, σε μια συνάντηση στο Κάιρο τόλμησα να αναφερθώ στη ρατσιστική, κατά τη γνώμη μου, ιδεολογία των Βορείων απέναντι στους Νότιους Σουδανούς, παρουσία του πρώην πρωθυπουργού Σάντικ αλ-Μάχντι. Τα σχόλια που ακολούθησαν από τους βορειοσουδανούς συμμετέχοντες κάθε άλλο παρά κολακευτικά ήταν.
Αισθάνομαι τώρα δικαιωμένος; Δύσκολο να το ισχυρισθώ. Μεταξύ των ειδικών και των φίλων του Σουδάν, ο διαμελισμός θα πάρει καιρό για να «χωνευθεί», τόσο σε ακαδημαϊκό όσο και σε συναισθηματικό επίπεδο. Οι λαοί όμως που απαρτίζουν το Νότο φαίνεται να έχουν πάρει την απόφασή τους. Οι βορειοσουδανοί φαίνεται να το έχουν αποδεχθεί. Τουλάχιστον αυτό ήταν το κλίμα λίγες εβδομάδες νωρίτερα, τον Ιανουάριο, όταν είχα επισκεφθεί το Χαρτούμ. Ένα μούδιασμα μπροστά στο αναπόφευκτο ήταν η αίσθηση που αποκόμισα. Ας προσευχηθούμε όλοι για το καλό των δύο νέων (εθνών;) κρατών. Κάθε άλλη εναλλακτική λύση θα ήταν πολύ πιο αιματηρή.
* Ο Γεράσιμος Π. Μακρής είναι Αναπληρωτής Καθηγητής της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Ισλάμ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και εταίρος του ΚΕΜΜΙΣ
[1] http://www.aec-sudan.org/docs/cpa/cpa-en.pdf
[2] Με μικρό –β- και –ν- αντίστοιχα, οι λέξεις βορράς και νότος υποδηλώνουν γεωγραφικές περιοχές. Αντίθετα, με κεφαλαίο –β- και –ν- αναφέρονται σε θεωρούμενες κοινωνικοπολιτικές και θρησκευτικές οντότητες.
[3] Deng, F. M. 1995. War of Visions: Conflict of Identities in the Sudan. Washington, DC: The Brookings Institute. Για μια ιστορική αναδρομή σε τίτλους μέχρι τις ημέρες μας, όπως γίνεται αντιληπτή από νοτιοσουδανική σκοπιά, δες http://www.southsudannation.com/chronology.htm
[4] Hill, R. 1956. Egypt in the Sudan, 1821-1881. Oxford: Oxford University Press.
[5] Holt, P. M. 1977. The Mahdist State in the Sudan. Nairobi: Oxford University Press.
[6] Shaw, F. L. 1887. ‘The Story of Zebehr Pasha, as told by himself’. Contemporary Review, September-October: 333-49; 564-85; 658-82; O’Fahey, R. S. 1973. ‘Slavery and Slave Trade in Dar Fur.’ Journal of African History, xiv, 1: 29-43; Hargey, T. 1981. The Suppression of Slavery in the Sudan: 1898-1939. Unpublished PhD Thesis, St. Anthony’s College, Oxford; Warburg, 1992. Historical Discord in the Nile Valley. London Hurst & Co; Makris, G. 2000. Changing Masters: Spirit Possession and Identity Construction among Slave Descendants and other Subordinates in the Sudan. Evanston: Northwestern University Press.
[7] Hargey, οπ. αν.
[8] Daly, M. 1986. Empire on the Nile: The Anglo-Egyptian Sudan, 1898- 1934. Cambridge: Cambridge University Press• 1991. Imperial Sudan: The Anglo-Egyptian Condominium, 1934-56. Cambridge: Cambridge University Press; Sikainga, A. A. 1996. Slaves into Workers: Emancipation and Labor in Colonial Sudan. Austin: University of Texas Press.
[9] Deng, F. M. 1995.
[10] Makris, G. 2000.
[11] Yusuf Fadl Hasan. 1967. The Arabs and the Sudan from the Seventh to the Early Sixteenth Century. Edinburgh: Edinburgh University Press; Hargey, οπ. αν.
[12] Daly, 1991: 380-8; Collins, 1983: 412ff.
[13] Jok, J. M. 2001. War and Slavery in Sudan. Philadelphia: University of Pennsylvania Press.
[14] Johnson, D. H. 2003. The Root Causes of Sudan’s Civil Wars. Oxford: James Currey. Υπάρχουν πολλές και σημαντικές μελέτες για την περίοδο του εμφυλίου πολέμου στο Σουδάν (δες ibid 181ff). Αυτή του Johnson είναι μάλλον η πλέον ακριβής καθώς λαμβάνει σοβαρά υπόψιν την πολιτική οικονομία της περιοχής πέρα και πίσω από τις ιδεολογίες περί εθνοτικών και θρησκευτικών διαφορών.
[15] Όπ. αν. Πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι πολλοί αναλυτές αμφιβάλλουν, ρητορικά τουλάχιστον, για το κατά πόσο το ηγεμονικό SPLA αποτέλεσε ποτέ πράγματι ένα SPLM.
[16] Όπ. αν. Για την πολιτική οικονομία και τις δομές εκμετάλλευσης της περιφέρειας, δες επίσης Stiansen, E. and Kevane, M. 1998. Kordofan Invaded: Peripheral Incorporation and Social Transformation in Islamic Africa. Leiden: Brill. Για ζητήματα λιμού και εμπόλεμων καταστάσεων, με ιδιαίτερη αναφορά στο Σουδάν, δες De Waal, A. 1997. Famine Crimes: Politics and the Disaster Relief Industry in Africa. Oxford: James Currey.
[17] Μια σημαντική ανθρωπολογική μελέτη για την κατάσταση στην επαρχία του Γαλάζιου Νείλου είναι της James, W. 2007. War and Survival in Sudan’s Frontierlands: Voices from the Blue Nile. Oxford: Oxford University Press.
[18] Johnson, όπ. αν. Για το ρόλο του LRA στο Σουδάν και ειδικότερα στον πόλεμο μεταξύ Βορρά και Νότου, δες Schomerus, M. 2007. The Lord’s Resistance Army in Sudan: a History and Overview. Geneva: Small Army Survey/Graduate Institute of International Studies (http://www.smallarmssurveysudan.org/pdfs/HSBA-SWP-8-LRA.pdf)
[19] Δες http://www.cmi.no/sudan/?id=108&CPA όπου περιλαμβάνεται εκτενέστατη βιβλιογραφία για τις εξελίξεις που οδήγησαν στην ιστορική συμφωνία.
[20] Δες http://www.sudantribune.com/+-Oil-in-Sudan,037-+?lang=en για τη λεπτομερή περιγραφή και ανάλυση της θέσης των κοιτασμάτων και των αγωγών. Δες επίσης http://csis.org/blog/sudan-implementing-wealth-sharing-provisions-cpa-vital
[21] Για τα προβλήματα υλοποίησης της συνθήκης, δες http://www.sudantribune.com/+-CPA-Implementation,093-+?lang=en
[22] Δες τον επικήδειο που του αφιερώνει η εφημερίδα Times του Λονδίνου http://www.timesonline.co.uk/tol/comment/obituaries/article550465.ece
[23] Η βιβλιογραφία για τον πόλεμο του Νταρφούρ είναι τεράστια. Για μια συνοπτική εικόνα και βιβλιογραφικές αναφορές, δες Prunier, G. 2005. Darfur: the Ambiguous Genocide. London: Hursr & Company. Για την καθημερινή κάλυψη της κατάστασης και για τις προσπάθειες ειρήνης στην περιοχή, δες http://www.sudantribune.com/+-Darfur-peace-process,076-+?lang=en
[24] http://www.sudantribune.com/+-ICC-and-Darfur,095-+?lang=en
[25] Ήδη η κυβέρνηση του Βορείου Σουδάν έχει αρνηθεί να υπογράψει τη νέα συνθήκη για τα νερά που προωθούν οι νοτιότερες αυτής χώρες (http://www.sudantribune.com/Sudan-formally-rejects-the-Nile,35041 και http://www.savingwater.co.za/2010/06/28/10/nile-basin-initiative-draws-fierce-criticism/)
[26] Σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, ο πληθυσμός αυτός, που βλέπει τους ηγέτες του να ζουν πλουσιοπάροχα σε παλάτια νοτιοκορεατικής και κινεζικής κατασκευής στην πρωτεύουσα Τζούμπα, από τις πιο ακριβές πόλεις τις Αφρικής, δεν έχει κοινή γλώσσα ή θρησκεία, ούτε κοινή εθνική/εθνοτική ταυτότητα. Παραταύτα, η δίψα για ελευθερία μετά από μισό αιώνα πολέμων είναι ακόρεστη. Δες http://www.southsudannation.com/
[27] http://news.xinhuanet.com/english2010/china/2011-01/16/c_13693067.htm
[28] http://english.aljazeera.net/indepth/features/2011/01/20111910357773378.html