Λέγεται ότι δεκαοχτώ χρόνια μετά το θάνατο του προφήτη Μωάμεθ, ο τρίτος χαλίφης της αυτοκρατορίας των Rashidun, Uthman Ibn Affan, έστειλε αντιπροσώπους στον Κινέζο αυτοκράτορα Γκαοτζόνγκ (Gaozong) για να τον μυήσουν στο Ισλάμ. Ο αυτοκράτορας, παρότι αρνήθηκε να ασπαστεί τη νέα θρησκεία, διέταξε την κατασκευή ενός μεγαλόπρεπου τζαμιού στην Καντόνα ως ένδειξη σεβασμού προς τα ισλαμικά διδάγματα. Στο πέρασμα των αιώνων, το - σουνιτικό - Ισλάμ βρήκε ανταπόκριση και παγιώθηκε σε πληθυσμούς της κινεζικής επικράτειας, και παρά τις περιόδους καταστολής του, π.χ. κατά την γενικά αντιθρησκευτική Πολιτιστική Επανάσταση, σήμερα επισήμως απαριθμεί άνω των 20 εκατομμύρια πιστούς, αριθμός πολύ μεγαλύτερος από τα περισσότερα κράτη της Μέσης Ανατολής. Επιπλέον, αποτελεί το βασικό στοιχείο εθνικής ταυτότητας των 10 μουσουλμανικών μειονοτήτων της Κίνας, οι πιο πολυάριθμες από τις οποίες είναι οι Χουέι (Hui), φυλετικά όμοιοι με την κινεζική Χαν (Han) πλειονότητα και με μόνη διαφορά τη μουσουλμανική τους πίστη, και οι Ουιγούροι (Uyghur), τουρκικό φύλο που κατοικεί στην Σιντζιάνγκ (Xinjiang) στα δυτικά σύνορα της Κίνας, και που είναι γνωστοί στη Δύση για την αυτονομιστική τους δράση. Οι δύο αυτές μειονότητες αποτελούν και τα αντιπροσωπευτικά άκρα ενός ευρέως φάσματος μουσουλμανικής λατρείας στην Κίνα