Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Τρίτη, 07 Δεκεμβρίου 2010 02:00

Alastair Crooke, Resistance: the essence of the Islamist revolution, London: Pluto Press, 2009

Γράφτηκε από Θανάσης Παπαμάργαρης

Το “Resistance, the essence of the Islamist revolution”είναι ένα βιβλίο εντός του οποίου ο Alastair Crooke, αν και πραγματεύεται ένα εξαιρετικά πολυδιάστατο και “ευαίσθητο” θέμα, εντούτοις κατορθώνει και, εκτός του γεγονότος ότι το καθιστά προσιτό σε ένα αρκετά ευρύ κοινό, αναδεικνύει τις αιτίες για ορισμένα από τα πλέον φλέγοντα προβλήματα των σχέσεων της Δύσης με τον ισλαμικό κόσμο.

Ο Alastair Crooke, όντας εξειδικευμένος στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και έχοντας υπάρξει ιδρυτής του Conflict’s Forum και σύμβουλος του Javier Solana σε θέματα της περιοχής αυτής, μας προσφέρει με το βιβλίο του αυτό μία νέα προσέγγιση στο θέμα της ισλαμικής αντίστασης. Η μάλλον “αντισυμβατική” του ανάλυση ξεφεύγει από τα στερεότυπα που έχει αναπτύξει η Δύση για το Ισλάμ και κατορθώνει να διεισδύσει στη νοοτροπία του μεσανατολικού και εν γένει ισλαμικού χώρου μελετώντας μία σειρά ζητημάτων, από την αντίληψη για το έθνος – κράτος έως την οικονομική, θεσμική και πολιτική οργάνωση μίας κοινωνίας. Τα εργαλεία και τα μέσα που επιστρατεύει προέρχονται από μία εξίσου ευρεία γκάμα, καθώς αναλύεται με την ίδια ευκολία τόσο η τρέχουσα (αλλά και παρελθούσα) κατάσταση των χωρών της Μέσης Ανατολής, όσο και η σκέψη διανοητών όπως ο Karl Popper, ο Jean-Paul Sartre, ο Ali Shariati, ο Sayyid Qutb.


Κάθε ένα από τα τέσσερα μέρη και τα δέκα κεφάλαια του βιβλίου είναι συγκροτημένο κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να αναγνωστεί αυτόνομα, να συμβάλει όμως και στα τελικά συμπεράσματα του βιβλίου ισότιμα με όλα τα υπόλοιπα. Στο πρώτο μέρος αναλύονται οι λόγοι για τους οποίους οι πιστοί του Ισλάμ κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι είναι αναγκαία η αντίσταση. Στο επόμενο μέρος, το δεύτερο, ο συγγραφέας αναλύει την ίδια την ιδεολογία της αντίστασης, ενώ στο τρίτο, η “θεωρία” μετουσιώνεται σε “πρακτική” με την εξειδικευμένη και εις βάθος ανάλυση του τρόπου με τον οποίο προσλαμβάνουν την έννοια της αντίστασης δύο βασικά ισλαμικά κινήματα, η σιιτική Hizballah και η σουνιτική Hamas. Τέλος, στο τελευταίο μέρος, ο συγγραφέας ασχολείται με το ζήτημα της χρήσης της γλώσσας στη Δύση, αλλά και το σκοπό τον οποίο αυτή η χρήση εξυπηρετεί.


Αρχικά, όσον αφορά το πρώτο μέρος του βιβλίου, ο Crooke υποστηρίζει ότι η ισλαμική αντίσταση αφυπνίστηκε εξαιτίας μίας σειράς συνθηκών και γεγονότων που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Το ρεύμα της εκκοσμίκευσης, το οποίο εισήχθη μεν από τον Kemal, ακολουθήθηκε όμως και από αρκετούς άλλους Μουσουλμάνους ηγέτες, σημαντικότεροι εκ των οποίων ο Βασιλιάς της Αιγύπτου Faruq και ο Σάχης του Ιράν Pahlavi, φαίνεται ότι, όχι μόνο προσέβαλε τις αρχές πάνω στις οποίες στηρίζεται το Ισλάμ, αλλά τις έφερε και σε ευθεία αντιπαράθεση με εκείνες της Δύσης. Το χάσμα μεταξύ της δυτικής πολιτικής φιλοσοφίας και της ισλαμικής, καθώς και εκείνο ανάμεσα στη διαφορετική σημασία που αποδίδεται στις έννοιες της λογικής, της δημοκρατίας και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μεταξύ άλλων, δημιούργησαν στους Μουσουλμάνους την αίσθηση και την πεποίθηση ότι απειλούνται και, ως εκ τούτου, οφείλουν να αμυνθούν. Παράλληλα, εξίσου σημαντική είναι και η αντίληψη περί καταπίεσης των πιστών του Ισλάμ από τη Δύση τόσο όσον αφορά το παρόν, όσο και το παρελθόν. Πιο συγκεκριμένα, η αποικιοκρατία και οι προσπάθειες του Ισραήλ να εξουδετερώσει την ξεχωριστή παλαιστινιακή ταυτότητα και οντότητα δηλητηρίασαν περαιτέρω το κλίμα, με αποτέλεσμα οι πιστοί του Ισλάμ να νιώσουν την ανάγκη και την επιθυμία να προστατέψουν τόσο τις αξίες τους και τη διαφορετική πολιτισμική, πολιτική και οικονομική ταυτότητα και σκέψη , όσο και τους ίδιους τους εαυτούς τους.


Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, ο συγγραφέας διατυπώνει την άποψη ότι ιδεολογική βάση της σύγχρονης ισλαμικής αντίστασης αποτελεί η σκέψη τριών επιφανών διανοητών, του Sayyid Qutb, του Muhammad Baqir al-Sadr και του Ali Shariati. Τόσο με τις ιδέες τους, τα κείμενά τους, τη σκέψη τους, όσο και με τον τρόπο που έζησαν και πέθαναν τροφοδότησαν τα ιδανικά επάνω στα οποία βασίστηκε η ισλαμική αντίσταση. Πυρήνας της σκέψης του Qutb ήταν η ανάγκη για εξάλειψη της λεγόμενης jahiliyyah, η οποία συνίσταται στην ισλαμική έννοια της “άγνοιας της θεϊκής καθοδήγησης”. Στην περίπτωση του Qutb όμως, εκτός από την ερμηνεία αυτή, στη λέξη υπεισέρχεται και ο υλισμός με τον εγωκεντρισμό, οι οποίοι αποτελούν συστατικά στοιχεία των κοινωνιών της Δύσης. Η εισβολή τους στις ισλαμικές κοινωνίες γίνεται πράξη διαμέσου της εκκοσμίκευσης και αναιρεί όλα τα ιδανικά που πρεσβεύει το Ισλάμ, δηλαδή το σεβασμό, την ισότητα και την ανάγκη για διαρκή πνευματική ανάταση του ανθρώπου.


Η σκέψη του Baqir al-Sadr εστιάζει στη διαφορετικότητα, εν σχέσει με τη Δύση, της ισλαμικής φιλοσοφίας, πολιτικής σκέψης, κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης. Κεντρικό σημείο της σκέψης του ήταν η έννοια της διακυβέρνησης ως αγαθό “δοσμένο σε ολόκληρη την ανθρωπότητα”, αλλά και η οικοδόμηση της κοινωνίας και του οικονομικού συστήματος με άξονα την ισότητα μεταξύ όλων και την αποφυγή των διακρίσεων. Εκτός των δύο αυτών φιλοσόφων, ο Crooke εστιάζει και σε έναν τρίτο, τον Ali Shariati, ο οποίος, όντας επηρεασμένος από σημαντικούς δυτικούς φιλοσόφους, κυρίως τον Karl Marx, τον Blaise Pascal και τον Jean-Paul Sartre, εξέφρασε μία ιδεολογία με έντονη ροπή προς την έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ισότητας, πάντοτε όμως με την “απόχρωση” της ισλαμικής αντίστασης. Οι εκτελέσεις των δύο πρώτων, του πρώτου στην Αίγυπτο του Gamal Abdel Nasser και του δεύτερου στο Ιράκ του Saddam Hussein, και η επίθεση που δέχθηκε ο τρίτος από το ισλαμικό καθεστώς της Τεχεράνης πολλαπλασίασαν την ισχύ των ιδεών τους, δημιουργώντας ένα ολόκληρο ιδεολογικό κίνημα, πάνω στο οποίο θα οικοδομούνταν η ισλαμική αντίσταση όπως σήμερα τη γνωρίζουμε.


Σε γενικές γραμμές, μέσω της σκέψης των τριών αυτών φιλοσόφων, ο Crooke καταδεικνύει τη διαφορετικότητα του Ισλάμ σε σχέση με τη Δύση σε μία σειρά ζητημάτων τα οποία ήδη αναφέρθηκαν. Το Ισλάμ αντιλαμβάνεται διαφορετικά την κοινωνική επανάσταση, την οικονομία, την έννοια του έθνους-κράτους και την οργάνωση της κοινωνίας. Τα “ισλαμικά οικονομικά” απαιτούν ουσιαστικά ισότητα (“equity”) αντί για αποτελεσματικότητα (“efficiency”), ενώ στην ισλαμική κοινωνία προέχει ο σεβασμός του συνανθρώπου/συμπολίτη. Επίσης, όσον αφορά το έθνος-κράτος, γίνεται σαφές ότι η ισλαμική κρατική παράδοση είναι εντελώς διαφορετική από τη δυτική. Στο Ισλάμ η έννοια της Umma υπερέχει εκείνης του κράτους, γεγονός το οποίο καθιστά το τελευταίο εξόχως ασύμβατο με το Ισλάμ, το οποίο δίνει σαφώς περισσότερη έμφαση στην οριζόντια οργάνωση των παραδοσιακών θρησκευτικών κοινοτήτων έναντι της κάθετης ιεραρχίας που κυριάρχησε στην Ευρώπη. Τέλος, στα πλαίσια του δεύτερου μέρους, ο συγγραφές ανατρέπει την, ευρέως διαδεδομένη στη Δύση, άποψη που έχει τις ρίζες της στον φιλόσοφο Karl Popper και θέλει την αμερικανική κοινωνία ανοιχτή και την ισλαμική κλειστή. Ο Crooke, χρησιμοποιώντας τις ιδέες του Henri Bergson, αντιστρέφει την άποψη και δείχνει ότι ίσως τελικά το Ισλάμ να μην είναι τόσο κλειστό και αναχρονιστικό όσο θεωρείται.


Στο τρίτο μέρος αυτής της μελέτης, ο Crooke εξατομικεύει την ανάλυσή του και την κατευθύνει προς τη Hizballah και τη Hamas. Οι δύο αυτές ισλαμικές οργανώσεις συγκροτήθηκαν σε δύο διαφορετικό περιβάλλον, με αποτέλεσμα να αναπτύξουν δύο διαφορετικές “εκδοχές” της έννοιας της ισλαμικής αντίστασης. Το μωσαϊκό θρησκειών που ανέκαθεν χαρακτήριζε το Λίβανο, το γεγονός ότι αυτό αποτελούσε ανέκαθεν καταφύγιο των Σιιτών, οι οποίοι είχαν στην περιοχή αυτή το σύνολο των πνευματικών τους κέντρων, οι αδυναμίες του Λιβάνου ως κράτος και οι κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές ανισότητες και αδικίες έναντι των Σιιτών δημιούργησαν ένα κλίμα ιδιαίτερα τεταμένο. Οι συνεχείς επιδρομές του Ισραήλ στην περιοχή του Νοτίου Λιβάνου και η εισβολή το 1982 οδήγησαν τους Σιίτες της περιοχής στον εξτρεμισμό και στην απόφαση ότι μονάχα ένοπλα θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τη δικαιοσύνη που επιθυμούσαν. Τα προβλήματα με τη Συρία και τον ντόπιο πληθυσμό, αλλά και η ανετοιμότητα απέναντι στον ισχυρό ισραηλινό στρατό οδήγησαν σε αλλαγές και στην υιοθέτηση μίας οριζόντιας, κυψελωτής δομής. Κεντρικά στοιχεία της σιιτικής αντίστασης ήταν η λαϊκή κινητοποίηση, η αυτοπειθαρχία, η αυτονομία των προαναφερθεισών πυρήνων, η ισότιμη πίστη στο Θεό και τον άνθρωπο και η χαρισματική ηγεσία, ενώ στόχος της ήταν να πετύχουν αυτά που ορίζει εύστοχα ο Crooke ως ανεξάρτητη σκέψη (“the independent brain”) και επαναπολιτικοποίηση της κουλτούρας (“repoliticisaiton of culture”).


Από την άλλη πλευρά, η Hamas δημιουργήθηκε σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον. Για τους Παλαιστίνιους, οι Εβραίοι δεν παρουσίαζαν καμία απολύτως διαφορά από τους αποικιοκράτες που βρίσκονταν στην περιοχή μέχρι και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επρόκειτο για λευκούς Ευρωπαίους που διεκδικούσαν εδάφη επί των οποίων δεν είχαν καμία κυριότητα και τα οποία ανήκαν στους τοπικούς πληθυσμούς. Προκύπτει, επομένως, κατά τον Crooke, ότι η Hamas ιδρύθηκε για να αμυνθεί υπέρ των διαρκώς καταπατούμενων δικαιωμάτων των Παλαιστινίων. Η καταγωγή της είναι από τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, από τον κορμό της οποίας αποσχίστηκε το 1987. Κατά τη διάρκεια των πρώτων ετών της ύπαρξής της, η δράση της δεν περιελάμβανε τη βία, όμως από τις συμφωνίες του Oslo (1993) και μετά, ανέκυψε μία αντίθεση απέναντι στην PLO και τη Fatah, ακολουθούμενη από ριζοσπαστικοποίηση. Ουσιαστικά, η Hamas συμπύκνωσε και εξέφρασε μία προσπάθεια αντίδρασης ενάντια στην ταπείνωση, τη στέρηση και την ωμή δύναμη, επομένως σε αυτό το σημείο δεν διέφερε ιδιαίτερα από τη Hizballah. Ως εκ τούτου, τα δύο σκέλη της σουνιτικής αυτής οργάνωσης είναι η ένοπλη δράση και η άρνηση στην ύπαρξη ανώτερων δικαιωμάτων κάποιων έναντι κάποιων άλλων. Η διαφορά μεταξύ των δύο έγκειται στο γεγονός ότι η Hizballah έχει υιοθετήσει μία κουλτούρα αντιπαράθεσης και αντίστασης, ενώ η Hamas υιοθετεί την αντίσταση προκειμένου να επιτύχει τους στόχους της. Μάλλον, επομένως, για την πρώτη η αντίσταση είναι ο σκοπός, ενώ για τη δεύτερη το μέσον.


Στο τέταρτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου αυτού, η γλώσσα αποδεικνύεται ίσως το σημαντικότερο “όπλο” της Δύσης απέναντι στο Ισλάμ, αλλά και το βασικότερο πρόβλημά της, δεδομένου ότι ενδέχεται να είναι αυτό που την εμποδίζει να κατανοήσει την αληθινή φύση του Ισλάμ και του ισλαμισμού. Η Δύση δείχνει να προσπαθεί να κατανοήσει το Ισλάμ μέσα από παραστάσεις και μοτίβα κατ’ εξοχήν χριστιανικά. Η λεγόμενη “ισλαμική τρομοκρατία” παρουσιάζεται ως θεία βία (“Divine Violence”), πράγμα το οποίο, όπως απέδειξε ο Crooke σε ολόκληρο το βιβλίο του, δεν ισχύει. Λόγω αυτής της καθιερωμένης άποψης, η γλώσσα χρησιμοποιήθηκε με σκοπό να κινητοποιηθεί η αμερικανική κοινωνία και να στηρίξει τις πολιτικές της ηγεσίας. Μέσο για την κινητοποίηση αυτή αποτέλεσε η παρουσίαση του ισλαμισμού ως οπισθοδρομικού ενστίκτου, το οποίο είναι είτε αντιδραστικό προς τον μοντερνισμό, είτε πολιτισμικά ανίκανο να τον δεχθεί. Αυτή η άποψη είναι ταυτόχρονα αίτιο και αιτιατό του, βαθιά ριζωμένου στη Δύση, διαχωρισμού μεταξύ αυτών που ζουν εντός του πολιτισμού και εκείνων που ζουν εκτός των ορίων του, των Βαρβάρων. Όσον αφορά το Ισλάμ, το οποίο τοποθετείται εμφανώς στη δεύτερη κατηγορία, όταν “μιλάει” θεωρείται είτε ότι δεν λέει τίποτα, είτε ότι λέει ανοησίες (“nonsense”) ή απάτες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο και με αυτά τα μέσα, οι ΗΠΑ δαιμονοποίησαν το Ισλάμ, ενεργώντας σύμφωνα με τις θεωρίες του Carl Schmitt: αποσυνέδεσαν την ηθική από την πολιτική, τόνισαν τη σημασία να μπορεί ένα κράτος να λάβει “σημαντικές αποφάσεις” και χρησιμοποίησαν την “κατάσταση έκτακτης ανάγκης” (“state of exception”, κατά τον Schmitt). Αποτέλεσμα ήταν η κινητοποίηση της κοινωνίας και η απουσία κάποιας φωνής ουσιαστικής αντίδρασης στις εφαρμοζόμενες πολιτικές. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, οι ενέργειες αυτές αποτελούν καθαρό ινστρουμενταλισμό, μία κατάσταση δηλαδή όπου οι ιδέες έχουν μία καθαρά εργαλειακή χρησιμότητα που δεν επηρεάζεται από την πιστότητα με την οποία οι ιδέες αυτές αποδίδουν την πραγματικότητα.


Τελικά, εάν επιθυμούμε να συνοψίσουμε το βιβλίο του Crooke σε λίγες σειρές, θα μπορούσαμε να κινηθούμε ως εξής: αρχικά, η ισλαμική αντίσταση προήλθε από την πολύπλευρη καταπίεση που υπέστησαν οι ισλαμικές κοινωνίες από τη Δύση και, ως εκ τούτου, αποτελεί την έκφραση μίας κοινωνίας απέναντι στις αντιξοότητες. Η δυτική σκέψη και φιλοσοφία, όπως άλλωστε και το δυτικό πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο είναι, πολύ απλά, ασύμβατα με το Ισλάμ, καθώς βασίστηκαν σε χριστιανικά “μοτίβα”, τα οποία ουδεμία σχέση έχουν με τα ισλαμικά. Επίσης, η δυτική κοινωνία δεν είναι το πρότυπο και το αρχέτυπο της ανοιχτής κοινωνίας, όπως ακριβώς η ισλαμική δεν αποτελεί το αντίστοιχο της κλειστής. Τέλος, η δαιμονοποίηση του Ισλάμ τόσο στα μάτια της αμερικανικής κοινωνίας όσο και της Δύσης γενικότερα σκοπό έχει τη διατήρηση ή και επέκταση της αμερικανικής ηγεμονίας. Επί της ουσίας, άποψη του Crooke φαίνεται να είναι ότι οι ΗΠΑ εφηύραν τον κίνδυνο του Ισλάμ, προκειμένου να είναι αυτές που θα τον αναχαιτίσουν και, επομένως, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να καταστούν απαραίτητες για την ασφάλεια της διεθνούς κοινότητας. Όσον αφορά το μέλλον, η κατάσταση στη Μέση Ανατολή θα συνεχίσει να είναι έκρυθμη, όμως οι επεμβάσεις της Δύσης μάλλον θα μειωθούν καθώς, λόγω της οικονομικής κρίσης, αυτή θα διέλθει μία περίοδο εσωστρέφειας. Η οικονομική κρίση όμως θα χειροτερέψει την κατάσταση και για την ίδια τη Μέση Ανατολή, το μέλλον της οποίας δεν δείχνει ιδιαίτερα ευοίωνο.

 

Προτεινόμενη Βιβλιογραφία:


Amr, Ziad Abu, Islamic fundamentalism in the West Bank and Gaza: Μuslim Βrotherhood and Ιslamic Jihad, Bloomington: Indiana University Press, 1994

Bakhash, Shaul, The Reign of the Ayatollahs: Iran and the Islamic Revolution, New York: Tauris & Co, 1985

Chehab, Zaki, Inside Hamas: The Untold Story of the Militant Islamic Movement, New Jersey: Nation Books, 2007

Hafez, Mohammad, Why Muslims rebel: repression and resistance in the islamic world, Boulder: Lynne Rienner, 2003

Jansen, Johannes, The dual nature of islamist fundamentalism, London: Hurst & Co, 1985

Nasr, Hossein Nasr and Leaman Oliver, History of Islamic Philosophy, Qum: Ansariyah Publications, 2001

Norton, Augustus Richard, Hezbollah: A Short History, New Jersey: Princeton University Press, 2007