Όσο οξύμωρο και αν ακούγεται, οι δύο χώρες έχουν δεσμευτεί να συμβάλουν στην εξεύρεση μιας λύσης για τη Συρία μέσα στους επόμενους μήνες, ενώ έχουν αναγνωριστεί de facto τόσο από την Δύση, όσο και από τη Ρωσία ως οι εγγυήτριες δυνάμεις οποιασδήποτε μεταβατικής πολιτικής διαδικασίας, όποτε και αν αυτή προκύψει[1] . Εν ολίγοις, δε θα γεννηθεί τίποτα μέσα από τα συντρίμμια χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της μίας ή της άλλης. Και οι δύο λοιπόν, ακόμα και αν δεν έχουν καταφέρει μέχρι στιγμής να νικήσουν στο συριακό εμφύλιο, εντούτοις έχουν κατοχυρώσει ρόλους περιφερειακών υπερδυνάμεων, με την έκβαση του πολέμου στην Υεμένη να αποτελεί ένα μόνο μέρος του μεταξύ τους «παζαριού». Αυτή η ισοπαλία θα μπορούσε να θεωρηθεί μια ταυτόχρονη νίκη και για τη Σαουδική Αραβία και για το Ιράν.
Όπως είναι λογικό, τα δύο μέρη προσπαθούν να προσέλθουν στο τραπέζι του τελικού διακανονισμού, βρισκόμενα σε μία όσο το δυνατόν πλεονεκτικότερη θέση, ασχέτως της σιωπηρής αποδοχής από πλευράς τους πως δεν μπορεί να υπάρξει κανένα άλλο σενάριο πέραν της συνδιαχείρισης. Σίγουρα, το γεγονός ότι η σύγκρουση γίνεται σφοδρότερη, όσο διαπιστώνουν και οι δύο πως το μέλλον της κατεστραμμένης Μέσης Ανατολής τους ανήκει, είναι ανησυχητικό. Ακόμα πιο ανησυχητικό ωστόσο, είναι το γεγονός ότι και τα δύο κράτη τρέφονται από κρίσεις, όπως η τωρινή, και συχνά πυκνά επιδιώκουν την εκδήλωσή τους. Η εικόνα που κυριαρχεί κάθε φορά είναι αυτή μιας αναζωπυρωμένης, «αιώνιας διαμάχης» σουνιτών – σιιτών.
Παρ’ όλα αυτά, τόσο ο οίκος των υπερπουριτανών Σαούντ, όσο και η κληροκρατούμενη Ισλαμική Δημοκρατία, καταφεύγουν στην δοκιμασμένη στρατηγική της «επαναθρησκειοποίησης» του μεταξύ τους ανταγωνισμού, όχι για να συνεχίσουν μία βεντέτα που κρατάει απ' τον 7ο μ.Χ. αιώνα, αλλά για να δοκιμάσουν τα όρια της περιφερειακής τους επιρροής και των ιδεολογικών «ανοσοποιητικών» τους μηχανισμών στο εσωτερικό. Άλλωστε, έχοντας ξεπεράσει τους σκοπέλους της Αραβικής Άνοιξης και της Πράσινης Επανάστασης, και τα δύο κράτη καυχώνται πως παραμένουν τα σταθερότερα της περιοχής ένεκα της Θείας πρόνοιας. Η παρούσα κρίση λοιπόν, ερμηνεύεται ως το πολιτικό αποτέλεσμα μιας μεγαλύτερης γεωπολιτικής χειραφέτησης από πλευράς τους, την ώρα που τέσσερα τουλάχιστον κράτη της περιοχής τελούν υπό μερική ή ολική διάλυση, ενώ ο 5ος Στόλος στον Κόλπο παραμένει απασχολημένος με τους βομβαρδισμούς κατά του ISIS[2]. Από την άλλη βέβαια, γιατί η επαναδιαπραγμάτευση του σαουδαραβικού ή του ιρανικού ρόλου στην περιοχή πρέπει να στοιχειώνεται από τις φονταμενταλιστικές και τις εσχατολογικές αφηγήσεις των σαλαφιστών – ουαχαμπιτών λογίων και των σιιτών κληρικών αντίστοιχα;
Η μεν Σαουδική Αραβία χαρακτηρίζει την ίδρυση της το 1932 ως το πολιτικό επιστέγασμα μιας επιβεβλημένης «κάθαρσης» του Ισλάμ από όλα τα εκφυλιστικά στοιχεία που είχαν διαφθείρει την αρχική πίστη ανά τους αιώνες. Σύμφωνα με την εν λόγω αφήγηση, η δημιουργία του βασιλείου στην αραβική χερσόνησο παρομοιάζεται με τα ενοποιητικά εγχειρήματα των πρώτων συντρόφων του Προφήτη, όταν πολεμούσαν τα είδωλα και την άγνοια[3] . Το δε Ιράν, αν και υφίστατο ως κρατικός οργανισμός χιλιάδες χρόνια πριν την Ισλαμική Επανάσταση του 1979, εδώ και δεκαετίες θεωρεί ότι είναι το μόνο αληθινό «Ισλαμικό Κράτος», επειδή δημιουργήθηκε μέσω ενός συμβολαίου μεταξύ λαού – Ιμάμηδων με απώτερο σκοπό την Δικαιοσύνη του Θεού. Επρόκειτο για την πολιτική ανάγνωση μιας θεολογικής παράδοσης, που διαφέρει ως προς τα χαρακτηριστικά της από την αντίστοιχη των σουνιτών, δεδομένου ότι στο σιιτικό Ισλάμ υπάρχει κλήρος, ενώ στο σουνιτικό νομομαθείς λόγιοι[4]. Δεν έχουμε λοιπόν να κάνουμε με μία σύγκρουση σουνιτών – σιιτών, αλλά με μία σύγκρουση δύο φονταμενταλιστικών κατασκευών. Αν δεν προέκυπταν συχνά κρίσεις σαν τη σημερινή θα διακυβευόταν ο λόγος ύπαρξης δύο «θεϊκά εμπνευσμένων» καθεστώτων. Τα πολιτικά κέρδη σαφώς και είναι πολλά.
Εν προκειμένω, η Σαουδική Αραβία προχώρησε στην εκτέλεση του σιίτη κληρικού, τριών ακόμα σιιτών και 43 μελών της al-Qaida, αμέσως μετά την κατάρτιση μιας εξαιρετικά αμφιλεγόμενης λίστας σχετικά με ποιες ομάδες πρέπει να θεωρούνται τρομοκρατικές και ποιες όχι. Παρά την ιρανό-σαουδική ομοφωνία σχετικά με το ISIS ή την Jabhat al-Nusra, τα πράγματα ως συνήθως περιπλέκονται σε ό,τι αφορά τμήματα της σουνιτικής συριακής αντιπολίτευσης, καθώς και τις σιιτικές πολιτοφυλακές. Σε συνδυασμό και με την ανακήρυξη του περίφημου αντιτρομοκρατικού συμφώνου των 34 μουσουλμανικών κρατών λίγες μέρες πριν, αυτή η επίδειξη πυγμής από πλευράς των Σαουδαράβων αποτέλεσε το μανδύα μίας συνειδητής κλιμάκωσης των σχέσεων με το Ιράν[5] . Το πολιτικό μήνυμα που κομίζει είναι διττό:
Πρώτον, η συσπείρωση του σουνιτικού μπλοκ και η επιβεβαίωση του ηγετικού ρόλου της Σαουδικής Αραβίας σε αυτό. Πρόκειται για ένα μήνυμα κυρίως προς το Κατάρ και την Τουρκία, η ειδική σχέση των οποίων έχει παρουσιάσει κατά καιρούς τάσεις αποστασιοποίησης από τη σαουδαραβική γραμμή, περισσότερο αναφορικά με την Αίγυπτο και τη Λιβύη και λιγότερο σε σχέση με τη Συρία. Επιπλέον, οι Σαουδάραβες αναμένουν να εξαργυρώσουν στρατιωτικά την αραβική υποστήριξη και στο μέτωπο της Υεμένης, όπου σε λίγο κλείνουν ένα χρόνο μάταιου πολέμου με τους Χούθι[6] .
Δεύτερον, η εξίσωση της απειλής του ISIS με το σιιτικό ακτιβισμό στην περιοχή. Για παράδειγμα, ο al-Nimr εκτελέστηκε, επειδή κρίθηκε ένοχος για την υποκίνηση εξέγερσης σεχταριστικού χαρακτήρα, αντίστοιχης αυτής που κατέστειλαν τα κράτη του Κόλπου στο Μπαχρέιν το 2011. Κύριος αποδέκτης του μηνύματος αυτού είναι βέβαια η Δύση. Η Σαουδική Αραβία αποδεικνύει την δέσμευση της να παραμείνει ένας πιστός εταίρος στην παγκόσμια μάχη κατά της τρομοκρατίας, ταυτόχρονα όμως υπενθυμίζει σε όλους ότι διαθέτει και την δική της ατζέντα, που πρέπει να γίνει σεβαστή. Άλλωστε, η αναχαίτιση του ιρανικού ριζοσπαστισμού αποτελεί μία προτεραιότητα για το βασίλειο από το 1979, την οποία δε μπορεί να παραβλέψει, επειδή ξαφνικά η Δύση «τα βρήκε» με το Ιράν. Ως ελάχιστο τίμημα της συμβολής του στην διεθνή αντιτρομοκρατική προσπάθεια, το βασίλειο δοκιμάζει την ανοχή των ΗΠΑ στην απολυταρχία του, καθώς και στις περιφερειακές του παρεμβάσεις. Έτσι λοιπόν, τα πραγματικά θύματα του ταυτόχρονου πολέμου ενάντια στους «ψευδομουσουλμάνους τζιχαντιστές και τις σιιτικές πέμπτες φάλαγγες» παραμένουν οι πολιτικοί αντιφρονούντες και οι υπέρμαχοι πιο γενναίων μεταρρυθμίσεων στο βασίλειο. Η σαλαφιστική – ουαχαμπιτική εμμονή περί «χαριζιτών» εχθρών του Ισλάμ αποτελεί τη μόνιμη επωδό της σαουδαραβικής προπαγάνδας[7] και δικαιολογεί μια αυταρχικότερη διολίσθηση του βασιλείου.
Το Ιράν από την άλλη πλευρά, διαχειρίζεται την παρούσα κρίση υπό το φως των δεδομένων που δημιούργησε η επαναπροσέγγιση με την Δύση μετά την πυρηνική συμφωνία του καλοκαιριού. Μιας και το καθεστώς δέχεται εσωτερικές κι εξωτερικές πιέσεις προκειμένου να χαλαρώσει τον αντιαμερικανισμό, που ανέκαθεν υπήρξε βασικός πυλώνας της Επανάστασης, η δαιμονοποίηση του "διεφθαρμένου" και φιλοδυτικού οίκου των Σαούντ αποτελεί μία βολική και πολιτικά ανώδυνη λύση. Αν οι ΗΠΑ υπήρξαν ο «Μεγάλος Σατανάς», η Σαουδική Αραβία μπορεί να παρουσιαστεί ως η «μικρή αδελφή» του. Φαίνεται λοιπόν ότι σε μία εποχή επαναπροσδιορισμού των εχθρών, το Ιράν στρέφεται και αυτό στη σεχταριστική ένταση.
Το μήνυμα που θέλει να περάσει εντός κι εκτός συνόρων είναι ότι δεν έχει προδώσει τον "Άξονα της Αντίστασης", ανεξαρτήτως της δέσμευσής του για μια κανονικοποίηση των σχέσεων με την διεθνή κοινότητα. Η συνήθης κατηγορία που προσάπτει στη Σαουδική Αραβία ότι δεν έχει προσφέρει τίποτα στην «Αντίσταση» επιτρέπει μία αναθέρμανση της επαναστατικής καταγγελτικής ρητορικής, ακόμα και αν η Χεζμπολλάχ τα τελευταία χρόνια δεν λειτουργεί τόσο ως μια εθνικοαπελευθερωτική – αντισιωνιστική δύναμη, όσο ως ένα πραιτοριανό σώμα της συριακής και της ιρακινής κυβέρνησης. Παράλληλα, το Ιράν χρησιμοποιεί την τρέχουσα κρίση για να παρουσιάσει τη Σαουδική Αραβία ως ιδεολογική μήτρα του ISIS. Σε αυτήν την κατεύθυνση, η Σαουδική Αραβία δε στοχοποιείται μόνο για τη συμπαιγνία της με το Ισραήλ, αλλά και για τον υποκριτικό της ρόλο ως αντιτρομοκρατικού εταίρου. Πρόκειται για μια απόπειρα διατήρησης ανοιχτών διαύλων με την Δύση, που παλιότερα δεν ήταν εφικτή. Κοινώς, το Ιράν προσπαθεί μέσω της κρίσης να επικοινωνήσει με ένα διεθνές ακροατήριο που εμφανίζεται πιο πρόθυμο να αφουγκραστεί τις ανησυχίες του για την απειλή του παγκόσμιου τζιχαντισμού, ιδίως μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα στη Βηρυτό και το Παρίσι.
Επιπλέον, η εκτέλεση του κληρικού λειτουργεί άκρως ευεργετικά για τον αποπροσανατολισμό της ιρανικής κοινής γνώμης. Ενώ υπάρχουν πολύ σημαντικά ζητήματα που αφορούν το μέλλον της Ισλαμικής Δημοκρατίας, οι ιμάμηδες επαναπροσδιορίζουν τον δημόσιο λόγο στη βάση της λογικής του μαρτυρίου, κεντρικού γνωρίσματος της σιιτικής θεολογικής σκέψης. Ακολούθως, ο εκτελεσθείς al-Nimr εντάσσεται στο ίδιο πάνθεον μαρτύρων με τους μαχητές της Χεζμπολλάχ και τους πεσόντες του πολέμου Ιράν – Ιράκ, μέχρι και τον Χουσεΐν που μαρτύρησε στην Καρμπαλά το 680 μ.Χ. Δεν πρόκειται για μία επιβεβαίωση της συλλογικής μνήμης ή της ιστορικής ταυτότητας των Σιιτών, αλλά για μία προσπάθεια του κλήρου και των συντηρητικών να διατηρήσουν τα πολιτικά τους ερείσματα, εν όψει της άρσης των δυτικών κυρώσεων από αυτόν το μήνα και των βουλευτικών εκλογών τον επόμενο.[8]
Συνοψίζοντας, η σημερινή κρίση αποτελεί μάλλον μία ευκαιρία εκτόνωσης εσωτερικών αδιεξόδων εν μέσω συνθηκών γεωπολιτικής αναβάθμισης, παρά ένα πραγματικό πολιτικό πρόβλημα για τα δύο αντιμαχόμενα μέρη. Όπως συνέβη και παλιότερα με τα κύματα οργής που συγκλόνισαν το μουσουλμανικό κόσμο, λόγω των προσβλητικών καρτούν του Δανού σκιτσογράφου, έτσι και τώρα τα δύο «Ισλαμικά Κράτη» θωρακίζονται ενάντια σε κάθε εσωτερική αμφισβήτηση, επιβάλλοντας κοινωνική πειθαρχία και θρησκευτική ομοψυχία. Η γεωπολιτική χειραφέτηση Ιράν – Σαουδικής Αραβίας σε μια λιγότερο αμερικανοκρατούμενη Μέση Ανατολή είναι σίγουρα θεμιτή, ο τρόπος έκφρασής της όμως μπορεί κάποια στιγμή να αποβεί ολέθριος. Ως συνήθως, ο σεχταρισμός αποτελεί το αποτελεσματικότερο μέσο ελέγχου των πολιτών και στις δύο χώρες, ωστόσο αυτοί που καλούνται να πληρώσουν ακριβότερα το τίμημα του είναι οι σουνιτικοί και σιιτικοί πληθυσμοί των γειτονικών χωρών.
[1] Josh, Rogin, ‘‘Iran and Saudi Arabia Clash Inside Syria Talks’’, Bloombergview, (4/11/2015) http://www.bloombergview.com/articles/2015-11-04/iran-and-saudi-arabia-clash-inside-syria-talks
[2] Chris, Church, ‘‘Truman enters 5th Fleet area of responsibility, ending carrier gap’’, Stars and Stripes, (15/12/2015) http://www.stripes.com/news/truman-enters-5th-fleet-area-of-responsibility-ending-carrier-gap-1.384240
[3] Madawi, al-Rasheed, A History of Saudi Arabia, Cambridge: Cambridge University Press, 2002, 192.
[4] Ζιάκα, Αγγελική, Το σιιτικό Ισλάμ Οι κοινωνικές και πολιτικές του προεκτάσεις στη Μέση Ανατολή, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σφακιανάκη, 2004, 96 – 98.
[5] Bruce, Riedel, ‘‘Saudi executions signal royal worries’’, Al Monitor, (4/1/2016) http://www.al-monitor.com/pulse/originals/2016/01/saudi-arabia-iran-execution-nimr-al-nimr-concerns-stability.html
[6] Decknatel, Frederick, ‘‘Qatar Sends Troops to Yemen, Showing its Loyalty to Saudi Arabia, GCC’’, World Politics Review, (11/9/2015) http://www.worldpoliticsreview.com/trend-lines/16670/qatar-sends-troops-to-yemen-showing-its-loyalty-to-saudi-arabia-gcc
[7] CNN Arabic, ‘‘Mufti al-Sa ‘udiyya: Da ‘ish wa-l-Qa ‘ida min al-Khawarij’’, (19/8/2015) http://arabic.cnn.com/middleeast/2014/08/19/saudi-mufti-isis
[8] Rohallah Faghihi, ‘‘Hard-liners take aim at Khomeini’s grandson’’, Al-Monitor, (7/1/2016) http://www.al-monitor.com/pulse/originals/2016/01/seyed-hassan-khomeini-hardliner-campaign-assembly-elections.html