Ο παράγοντας της ενέργειας αναγκάζει αρκετές χώρες να προσφύγουν στην πυρηνική ενέργεια για να καλύπτουν τις μακροπρόθεσμες εθνικές τους ανάγκες. Στην συγκεκριμένη περίπτωση οι δυτικές χώρες στήριξαν τις πυρηνικές φιλοδοξίες του Ιράν από την εποχή του φιλοδυτικού Σάχη Μουχάμεντ Ρίζα Παχλαβί το 1957. Όμως, η αλλαγή του πολιτεύματος το 1979 με την εγκατάσταση της ισλαμικής – θεοκρατικής εξουσίας του Αγιατολάχ Χομεϊνί ανάγκασε τη Δύση να υιοθετήσει αντίθετη πολιτική σχετικά με ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα. Επίσης οι δυτικές κυβερνήσεις στήριξαν το Ιράκ κατά του Ιράν κατά την περίοδο του μεταξύ τους πολέμου (1980-1988). Ένας πόλεμος που κατέστρεψε τις υποδομές των δυο χωρών με εκατομμύρια θύματα. Ο πόλεμος αυτός υποχρέωσε τους Ιρανούς να βάλουν την ανάπτυξη του πυρηνικού προγράμματος σε δεύτερη μοίρα εξαιτίας της έλλειψης πόρων και τεχνογνωσίας. Στη συνέχεια, η εισβολή του Σαντάμ Χουσεΐν στο Κουβέιτ το 1990 και οι επακόλουθες εξελίξεις με την επιβολή του «καταστροφικού εμπάργκο» και την αμερικανική εισβολή στο Αφγανιστάν το 2001 και στο Ιράκ το 2003 έδωσαν την ευκαιρία στη Τεχεράνη να επαναλειτουργήσει αποτελεσματικά το πυρηνικό της πρόγραμμα με ρωσική βοήθεια. Ο εμπλουτισμός του ουρανίου στο επίπεδο των 20% προκάλεσε μεγάλες ανησυχίες στη Δύση γενικά και ειδικά στο Ισραήλ. Αυτή η νέα επιστημονική πρόοδος θα έδινε σε αυτή την ισλαμική χώρα περισσότερες δυνατότητες απόκτησης πυρηνικής βόμβας όπως ισχυρίζονται ισραηλινοί αξιωματούχοι. Έτσι αρκετοί αναλυτές έγραψαν ήδη από το 2005 μέχρι και για πιθανές ημερομηνίες της ισραηλινής επίθεσης κατά των ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων, χτύπημα που όμως δεν έγινε ποτέ τουλάχιστον μέχρι στιγμής. Σήμερα η μακροχρόνια αντιπαράθεση μεταξύ Δύσης και ιρανικού καθεστώτος κατέληξε πρόσφατα σε μια ιστορική συμφωνία για τη διευθέτηση του ζητήματος απομακρύνοντας ταυτόχρονα τη στρατιωτική λύση. Μετά βεβαίως από μυστικές διαπραγματεύσεις στο Ομάν μεταξύ Ιρανών και Αμερικανών.[1]